Anonymous

ἐκτυπόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτῠπόω''': ἐξεργάζομαί τι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐξέχῃ τῆς ἐπιπέδου ἐπιφανείας, ἐν τῷ βάθρῳ τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἔργα ἐξετύπωσεν Ξεν. Ἱππ. 1. 1: - Παθ., οἱ ἐν στήλαις ἐκτετυπωμένοι Πλάτ. Συμπ. 193Α, πρβλ. Τίμ. 50D· οἱ ἐκτυπωθέντες, οἱ κατὰ τοῦτον τὸν τύπον ἐσχηματισμένοι, Ἰσοκρ. 294Ε. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκτυποῦσθαί τι εἰς [[ὕδωρ]], κτλ., σχηματίζειν εἰκόνα πράγματός τινος [[ἐπάνω]] εἰς..., Πλάτ. Θεαίτ. 206D, πρβλ. Νόμ. 775D.
|lstext='''ἐκτῠπόω''': ἐξεργάζομαί τι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐξέχῃ τῆς ἐπιπέδου ἐπιφανείας, ἐν τῷ βάθρῳ τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἔργα ἐξετύπωσεν Ξεν. Ἱππ. 1. 1: - Παθ., οἱ ἐν στήλαις ἐκτετυπωμένοι Πλάτ. Συμπ. 193Α, πρβλ. Τίμ. 50D· οἱ ἐκτυπωθέντες, οἱ κατὰ τοῦτον τὸν τύπον ἐσχηματισμένοι, Ἰσοκρ. 294Ε. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκτυποῦσθαί τι εἰς [[ὕδωρ]], κτλ., σχηματίζειν εἰκόνα πράγματός τινος [[ἐπάνω]] εἰς..., Πλάτ. Θεαίτ. 206D, πρβλ. Νόμ. 775D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐκτυπώσω, <i>ao.</i> ἐξετύπωσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. seul. part. ao. et pf.</i><br /><b>1</b> modeler, tailler en relief, relever en bosse;<br /><b>2</b> façonner d’après un modèle.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκτυπος]].
}}
}}