Anonymous

ἐκβοήθεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκβοήθεια''': ἡ, [[ἔξοδος]] πρὸς βοήθειαν, [[ἔξοδος]] πολιορκουμένων, ἐκβοηθείας τινὸς γενομένης… ἀπέθανον πολλοὶ Θουκ. 3. 18, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 7. 5, 4.
|lstext='''ἐκβοήθεια''': ἡ, [[ἔξοδος]] πρὸς βοήθειαν, [[ἔξοδος]] πολιορκουμένων, ἐκβοηθείας τινὸς γενομένης… ἀπέθανον πολλοὶ Θουκ. 3. 18, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 7. 5, 4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sortie pour porter secours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβοηθέω]].
}}
}}