Anonymous

λευκόπωλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόπωλος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] λευκῶν ἵππων, [[ἡμέρα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 386, Σοφ. Αἴ. 683· τέθριππον Πλουτ. Κάμιλλ. 7· - ὡς ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, ὡς τὸ [[λεύκιππος]], Πινδ. Π. 1. 127· ἐν Θήβαις ἐπὶ τοῦ Ἀμφίονος καὶ Ζήθου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 29, Φοίν. 606.
|lstext='''λευκόπωλος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] λευκῶν ἵππων, [[ἡμέρα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 386, Σοφ. Αἴ. 683· τέθριππον Πλουτ. Κάμιλλ. 7· - ὡς ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, ὡς τὸ [[λεύκιππος]], Πινδ. Π. 1. 127· ἐν Θήβαις ἐπὶ τοῦ Ἀμφίονος καὶ Ζήθου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 29, Φοίν. 606.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />traîné <i>ou</i> porté par un cheval blanc <i>ou</i> des chevaux blancs.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[πῶλος]].
}}
}}