Anonymous

κνισάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνῑσάω''': μέλλ. -ήσω, ([[κνῖσα]]) πληρῶ τι διὰ τῆς κνίσης ἱερείου, κν. ἀγυιὰς ([[οὐδέποτε]] τὰς ἀγυιάς), [[κάμνω]] αὐτὰς νὰ εὐωδιάζωσιν ἐκ τῆς κνίσης τῶν καιομένων θυμάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1320, Ὄρν. 1233, Χρησμ. παρὰ Δημ. 530. 28˙ κν. βωμοὺς Εὐρ. Ἄλκ. 1156˙ ἀνθ’ οὗ ἔχομεν ἀμετάβ., κνισᾶν βωμοῖσι Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 5˙ κν. παρὰ τοὺς βωμοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 22.
|lstext='''κνῑσάω''': μέλλ. -ήσω, ([[κνῖσα]]) πληρῶ τι διὰ τῆς κνίσης ἱερείου, κν. ἀγυιὰς ([[οὐδέποτε]] τὰς ἀγυιάς), [[κάμνω]] αὐτὰς νὰ εὐωδιάζωσιν ἐκ τῆς κνίσης τῶν καιομένων θυμάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1320, Ὄρν. 1233, Χρησμ. παρὰ Δημ. 530. 28˙ κν. βωμοὺς Εὐρ. Ἄλκ. 1156˙ ἀνθ’ οὗ ἔχομεν ἀμετάβ., κνισᾶν βωμοῖσι Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 5˙ κν. παρὰ τοὺς βωμοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>mieux que</i> [[κνισσάω]];<br />-ῶ :<br /><b>1</b> faire brûler, pour un sacrifice, des viandes qui exhalent de la fumée;<br /><b>2</b> remplir de fumée <i>ou</i> de l’odeur des viandes rôties : βωμούς EUR des autels.<br />'''Étymologie:''' [[κνῖσα]].
}}
}}