3,277,226
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντωπός''': -όν, (ὤψ), ὁ ἀντιβλέπων, ὁ ἀτενίζων κατὰ [[πρόσωπον]], ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισιν ἔρωτα δέδωκας Εὐρ. Ι. Α. 585· τῆς ὄψεως ἀντωπά, τὰ [[ἔμπροσθεν]] μέρη τοῦ προσώπου, Λουκ. Εἰκ. 6: [[ἐναντίος]], [[ἀπέναντι]], [[ἔμπαλιν]] ἀντωπὸς Ἀνθ. Π. 10. 14: - [[ὡσαύτως]], [[ὅμοιος]], ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος Ὀππ. Ἁλ. 5. 7· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «[[ἀντωπός]]· [[λαμπρός]], [[ἀντίος]], τοῖς ὄμμασιν», «ἀντωπόν· ἀντόφθαλμον» ὁ αὐτ. | |lstext='''ἀντωπός''': -όν, (ὤψ), ὁ ἀντιβλέπων, ὁ ἀτενίζων κατὰ [[πρόσωπον]], ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισιν ἔρωτα δέδωκας Εὐρ. Ι. Α. 585· τῆς ὄψεως ἀντωπά, τὰ [[ἔμπροσθεν]] μέρη τοῦ προσώπου, Λουκ. Εἰκ. 6: [[ἐναντίος]], [[ἀπέναντι]], [[ἔμπαλιν]] ἀντωπὸς Ἀνθ. Π. 10. 14: - [[ὡσαύτως]], [[ὅμοιος]], ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος Ὀππ. Ἁλ. 5. 7· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «[[ἀντωπός]]· [[λαμπρός]], [[ἀντίος]], τοῖς ὄμμασιν», «ἀντωπόν· ἀντόφθαλμον» ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui regarde en face ; placé en face.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |