Anonymous

ὑπερτιμάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερτῑμάω''': τιμῶ [[ὑπερβαλλόντως]], τινὰ Σοφ. Ἀντ. 284· ἐκτιμῶ εἰς ὑπερβολήν, ἀποδίδω ὑπερβάλλουσαν ἀξίαν εἴς τι, Φίλων 1. 112· ― Παθ., Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 48.
|lstext='''ὑπερτῑμάω''': τιμῶ [[ὑπερβαλλόντως]], τινὰ Σοφ. Ἀντ. 284· ἐκτιμῶ εἰς ὑπερβολήν, ἀποδίδω ὑπερβάλλουσαν ἀξίαν εἴς τι, Φίλων 1. 112· ― Παθ., Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 48.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />honorer <i>ou</i> estimer particulièrement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[τιμάω]].
}}
}}