3,277,114
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκαθίζω''': Ἰων. -[[κατίζω]]: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[καθίζω]] τινὰ ἔν τινι τόπῳ ἢ [[ἐπάνω]] εἴς τι, εἰς [[θρόνον]] Πλάτ. Πολ. 553C. 2) ἐγκ. στρατιὰν ἐν χωρίῳ τινί, τοποθετῶ δύναμιν στρατιωτικὴν ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 16. 37, 4: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. ἀορ. α΄, ναὸν ἐγκαθείσατο (κοινῶς ἐγκαθίσατο, ὡς ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 1, 2, ἐγκαθισάμενοι τὰ ὅπλα), ἵδρυσεν [[ἐκεῖ]] ναόν, Εὐρ. Ἱππ. 31. ΙΙ. ἀμετάβ. [[κάθημαι]] ἐντὸς ἢ ἐπί τινος, θρόνῳ Πινδ. Π. 4. 272· ἀλλ’ (ἐν τῷ μέσ.), ἐγκατίζεσθαι εἰς [[θρόνον]], καθίζομαι εἰς [[θρόνον]], Ἡρόδ. 5. 26. | |lstext='''ἐγκαθίζω''': Ἰων. -[[κατίζω]]: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[καθίζω]] τινὰ ἔν τινι τόπῳ ἢ [[ἐπάνω]] εἴς τι, εἰς [[θρόνον]] Πλάτ. Πολ. 553C. 2) ἐγκ. στρατιὰν ἐν χωρίῳ τινί, τοποθετῶ δύναμιν στρατιωτικὴν ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 16. 37, 4: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. ἀορ. α΄, ναὸν ἐγκαθείσατο (κοινῶς ἐγκαθίσατο, ὡς ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 1, 2, ἐγκαθισάμενοι τὰ ὅπλα), ἵδρυσεν [[ἐκεῖ]] ναόν, Εὐρ. Ἱππ. 31. ΙΙ. ἀμετάβ. [[κάθημαι]] ἐντὸς ἢ ἐπί τινος, θρόνῳ Πινδ. Π. 4. 272· ἀλλ’ (ἐν τῷ μέσ.), ἐγκατίζεσθαι εἰς [[θρόνον]], καθίζομαι εἰς [[θρόνον]], Ἡρόδ. 5. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐγκαθίσω, <i>att.</i> ἐγκαθιῶ;<br />asseoir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγκαθίζομαι;<br /><b>1</b> asseoir, établir, fonder;<br /><b>2</b> s’asseoir, ἔς [[τι]] sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καθίζω]]. | |||
}} | }} |