Anonymous

ἀποσκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσκέπτομαι''': ἄχρ. ἀποθ., ἐξ οὗ τὸ ἀποσκέψομαι μέλλ. τοῦ [[ἀποσκοπέω]]: ― ῥηματ. ἐπίθ. ἀποσκεπτέον, [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 7.
|lstext='''ἀποσκέπτομαι''': ἄχρ. ἀποθ., ἐξ οὗ τὸ ἀποσκέψομαι μέλλ. τοῦ [[ἀποσκοπέω]]: ― ῥηματ. ἐπίθ. ἀποσκεπτέον, [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>fut.</i> ἀποσκέψομαι;<br />observer de loin <i>ou</i> d’en haut ; observer, examiner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκέπτομαι]].
}}
}}