Anonymous

ἐλλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλλάμπω''': μέλλ. -ψω, [[λάμπω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, Ἀρχίλ. 55· [[λάμπω]] ἢ ἀντανακλῶμαι ἔν τινι, τινὶ Πλούτ. 2. 40D. ΙΙ. μεταβ., [[λαμπρύνω]], ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται Πλωτῖν. 2. 9, 2· - μεταβ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διακρίνομαι, δοξάζομαι ἔν τινι, εἴς τι, τῷ ἱππικῷ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Ἡρόδ. 1. 80, πρβλ. 8. 74.
|lstext='''ἐλλάμπω''': μέλλ. -ψω, [[λάμπω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, Ἀρχίλ. 55· [[λάμπω]] ἢ ἀντανακλῶμαι ἔν τινι, τινὶ Πλούτ. 2. 40D. ΙΙ. μεταβ., [[λαμπρύνω]], ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται Πλωτῖν. 2. 9, 2· - μεταβ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διακρίνομαι, δοξάζομαι ἔν τινι, εἴς τι, τῷ ἱππικῷ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Ἡρόδ. 1. 80, πρβλ. 8. 74.
}}
{{bailly
|btext=briller <i>ou</i> réfléchir dans, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐλλάμπομαι se distinguer, s’illustrer : τινι en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λάμπω]].
}}
}}