Anonymous

ἔξαρχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξαρχος''': ὁ, ἡ, (ἄρχω) ὁ ἐξάρχων, ὁ ἀρχίζων τι, Λατ. auctor, [[μετὰ]] γεν., ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους Ἰλ Ω. 721. 2) ὁ ἀρχηγὸς ἢ [[κορυφαῖος]] τοῦ χοροῦ, Λατ. coryphaeus (πρβλ. τὸ ἑπόμ.)· [[ἔξαρχος]] καὶ προηγεμὼν καὶ [[κιστοφόρος]]... καὶ τὰ τοιαῦτα ὑπὸ τῶν γραϊδίων προσαγορευόμενος Δημ. 313. 27, ἴδε Spanh. ἐν Καλλ. Ὕμν. εἰς Δῆλον 18, Elmsl. ἐν Εὐρ. Βάκχ. 141· [[καθόλου]], [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], τῶν ἱερέων Πλουτ. Νουμ. 10· τῆς στάσεως Πολύαιν. 2. 1, 14, κτλ.: - Παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ τοῖς Ἐκκλησ. 1) [[ἔπαρχος]], Ἕκτη Οἰκ. Σύνοδ. 660D. 2) [[ἀρχιεπίσκοπος]] ὁλοκλήρου ἐπαρχίας, Σύνοδ. Σάρδ. Καν. 6, Καρθ. Καν. 39. 3) ἐπιθεωρητὴς μοναστηρίων, = [[ἀρχιμανδρίτης]], Θεοδώρ. IV. 1317C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 133. 4. 4) ὁ φυλάττων τὴν τάξιν, ὁ εὐταξίας ἐν ταῖς συνεδρίαις συνόδου, Θεοδώρ. ΙΙΙ. 1409, Εὐαγρ. 2455Β.
|lstext='''ἔξαρχος''': ὁ, ἡ, (ἄρχω) ὁ ἐξάρχων, ὁ ἀρχίζων τι, Λατ. auctor, [[μετὰ]] γεν., ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους Ἰλ Ω. 721. 2) ὁ ἀρχηγὸς ἢ [[κορυφαῖος]] τοῦ χοροῦ, Λατ. coryphaeus (πρβλ. τὸ ἑπόμ.)· [[ἔξαρχος]] καὶ προηγεμὼν καὶ [[κιστοφόρος]]... καὶ τὰ τοιαῦτα ὑπὸ τῶν γραϊδίων προσαγορευόμενος Δημ. 313. 27, ἴδε Spanh. ἐν Καλλ. Ὕμν. εἰς Δῆλον 18, Elmsl. ἐν Εὐρ. Βάκχ. 141· [[καθόλου]], [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], τῶν ἱερέων Πλουτ. Νουμ. 10· τῆς στάσεως Πολύαιν. 2. 1, 14, κτλ.: - Παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ τοῖς Ἐκκλησ. 1) [[ἔπαρχος]], Ἕκτη Οἰκ. Σύνοδ. 660D. 2) [[ἀρχιεπίσκοπος]] ὁλοκλήρου ἐπαρχίας, Σύνοδ. Σάρδ. Καν. 6, Καρθ. Καν. 39. 3) ἐπιθεωρητὴς μοναστηρίων, = [[ἀρχιμανδρίτης]], Θεοδώρ. IV. 1317C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 133. 4. 4) ὁ φυλάττων τὴν τάξιν, ὁ εὐταξίας ἐν ταῖς συνεδρίαις συνόδου, Θεοδώρ. ΙΙΙ. 1409, Εὐαγρ. 2455Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui donne le signal (d’un chant, d’une danse) gén. : θρήνων IL qui entonne un chant de deuil ; ὁ [[ἔξαρχος]] chef d’un chœur;<br /><b>2</b> qui est à la tête de : ἱερέων PLUT qui préside à un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξάρχω]].
}}
}}