Anonymous

σηπεδών: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηπεδών''': -όνος, ἡ, (σήπομαι) [[σῆψις]], «σαπίλα», ἐπὶ ζωϊκοῦ σώματος, ἐπὶ ξύλου ἢ καὶ ἐπὶ λίθου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083, Πλάτ. Φαίδων 110Ε, κτλ.· σηπεδόνα λαβεῖν [[αὐτόθι]] 96Β. 2) ἐπὶ ζώσης σαρκός, [[νέκρωσις]], οὖσα δύο εἰδῶν, σ. χλωρή, [[ὅταν]] ἐκρέῃ ὑγρόν τι, [[ξηρή]], [[ὅταν]] [[εἶναι]] ξηρά, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, καὶ Foës. Oecon. II. ἐν τῷ πληθ., ὑγρὰ πλήρη σήψεως, πυώδεις χυμοί, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πολύβ. 1. 81, 7, κτλ. ΙΙΙ. [[ὄφις]], τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐπιφέρει σῆψιν, κοινῶς «σαπίτης», Νικ. Θηρ. 326, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18. IV. [[καθόλου]], [[ὑγρασία]] ἐπιφέρουσα σῆψιν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. [[ἔμβιος]], Ἐτυμολ. Μέγ. 334. 31.
|lstext='''σηπεδών''': -όνος, ἡ, (σήπομαι) [[σῆψις]], «σαπίλα», ἐπὶ ζωϊκοῦ σώματος, ἐπὶ ξύλου ἢ καὶ ἐπὶ λίθου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083, Πλάτ. Φαίδων 110Ε, κτλ.· σηπεδόνα λαβεῖν [[αὐτόθι]] 96Β. 2) ἐπὶ ζώσης σαρκός, [[νέκρωσις]], οὖσα δύο εἰδῶν, σ. χλωρή, [[ὅταν]] ἐκρέῃ ὑγρόν τι, [[ξηρή]], [[ὅταν]] [[εἶναι]] ξηρά, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, καὶ Foës. Oecon. II. ἐν τῷ πληθ., ὑγρὰ πλήρη σήψεως, πυώδεις χυμοί, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πολύβ. 1. 81, 7, κτλ. ΙΙΙ. [[ὄφις]], τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐπιφέρει σῆψιν, κοινῶς «σαπίτης», Νικ. Θηρ. 326, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18. IV. [[καθόλου]], [[ὑγρασία]] ἐπιφέρουσα σῆψιν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. [[ἔμβιος]], Ἐτυμολ. Μέγ. 334. 31.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> putréfaction ; abcès purulent;<br /><b>2</b> serpent dont la morsure produit la putréfaction.<br />'''Étymologie:''' [[σήπω]].
}}
}}