3,273,773
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σηπεδών''': -όνος, ἡ, (σήπομαι) [[σῆψις]], «σαπίλα», ἐπὶ ζωϊκοῦ σώματος, ἐπὶ ξύλου ἢ καὶ ἐπὶ λίθου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083, Πλάτ. Φαίδων 110Ε, κτλ.· σηπεδόνα λαβεῖν [[αὐτόθι]] 96Β. 2) ἐπὶ ζώσης σαρκός, [[νέκρωσις]], οὖσα δύο εἰδῶν, σ. χλωρή, [[ὅταν]] ἐκρέῃ ὑγρόν τι, [[ξηρή]], [[ὅταν]] [[εἶναι]] ξηρά, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, καὶ Foës. Oecon. II. ἐν τῷ πληθ., ὑγρὰ πλήρη σήψεως, πυώδεις χυμοί, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πολύβ. 1. 81, 7, κτλ. ΙΙΙ. [[ὄφις]], τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐπιφέρει σῆψιν, κοινῶς «σαπίτης», Νικ. Θηρ. 326, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18. IV. [[καθόλου]], [[ὑγρασία]] ἐπιφέρουσα σῆψιν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. [[ἔμβιος]], Ἐτυμολ. Μέγ. 334. 31. | |lstext='''σηπεδών''': -όνος, ἡ, (σήπομαι) [[σῆψις]], «σαπίλα», ἐπὶ ζωϊκοῦ σώματος, ἐπὶ ξύλου ἢ καὶ ἐπὶ λίθου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083, Πλάτ. Φαίδων 110Ε, κτλ.· σηπεδόνα λαβεῖν [[αὐτόθι]] 96Β. 2) ἐπὶ ζώσης σαρκός, [[νέκρωσις]], οὖσα δύο εἰδῶν, σ. χλωρή, [[ὅταν]] ἐκρέῃ ὑγρόν τι, [[ξηρή]], [[ὅταν]] [[εἶναι]] ξηρά, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, καὶ Foës. Oecon. II. ἐν τῷ πληθ., ὑγρὰ πλήρη σήψεως, πυώδεις χυμοί, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πολύβ. 1. 81, 7, κτλ. ΙΙΙ. [[ὄφις]], τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐπιφέρει σῆψιν, κοινῶς «σαπίτης», Νικ. Θηρ. 326, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18. IV. [[καθόλου]], [[ὑγρασία]] ἐπιφέρουσα σῆψιν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. [[ἔμβιος]], Ἐτυμολ. Μέγ. 334. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> putréfaction ; abcès purulent;<br /><b>2</b> serpent dont la morsure produit la putréfaction.<br />'''Étymologie:''' [[σήπω]]. | |||
}} | }} |