Anonymous

λινοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνοφθόρος''': -ον, ὁ φθείρων τὰ λινᾶ, καταστρέφων αὐτά, ὑφασμάτων λακίδες Αἰσχύλ. Χο. 27.
|lstext='''λῐνοφθόρος''': -ον, ὁ φθείρων τὰ λινᾶ, καταστρέφων αὐτά, ὑφασμάτων λακίδες Αἰσχύλ. Χο. 27.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui détruit le lin, <i>càd</i> qui déchire le tissu.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[φθείρω]].
}}
}}