λινοφθόρος
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
λινοφθόρον, linen-spoiling, ὑφασμάτων λακίδες A.Ch.27 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 50] Leinwand vernichtend, λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες, die leinenen Kleider zerreißend, Aesch. Ch. 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui détruit le lin, càd qui déchire le tissu.
Étymologie: λίνον, φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
λῐνοφθόρος: уничтожающий (льняную) ткань (ὑφασμάτων λακίδες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων τὰ λινᾶ, καταστρέφων αὐτά, ὑφασμάτων λακίδες Αἰσχύλ. Χο. 27.
Greek Monolingual
λινοφθόρος, -ον (Α)
αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες ἔφλαδον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος, ψυχοφθόρος.
Greek Monotonic
λῐνοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα λινά, σε Αισχύλ.