Anonymous

ταχυεργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχυεργός''': -όν, ὁ [[ταχέως]] ποιῶν τι ἢ ἐργαζόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 37. ΙΙ. ἄστατος, [[ἀσταθής]], Ἀππ. Καρχηδ. 47, Ἐμφυλ. 2. 120, κλπ.
|lstext='''τᾰχυεργός''': -όν, ὁ [[ταχέως]] ποιῶν τι ἢ ἐργαζόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 37. ΙΙ. ἄστατος, [[ἀσταθής]], Ἀππ. Καρχηδ. 47, Ἐμφυλ. 2. 120, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />prompt à exécuter, diligent ; <i>en mauv. part</i> expéditif.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]], [[ἔργον]].
}}
}}