Anonymous

ἄπολις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπολις''': οὐδ. -ι: γεν, -ιδος ἢ -εως, Ἰων. -ιος: δοτ. ἀπόλι, Ἡρόδ. 8. 61: - ὁ μὴ ἔχων πόλιν, [[πολιτεία]] ἢ πατρίδα, Ἡρόδ. 7. 104, 8. 61, Πλάτ. Νόμ. 928Ε, κτλ.· ὁ ἀπολέσας τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, [[ἐξόριστος]], ἄπ. τινὰ τιθέναι, ποιεῖν Σοφ. Ο.Κ. 1357, Ἀντιφῶν 117. 21, κτλ.· προβαλέσθαι Σοφ. Φ. 1018· ἀπ. ἀντὶ πολιτῶν Λυσ. 161. 16. 2) ὁ μὴ ἀγαθὸς [[πολίτης]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὑψίπολις]], [[ἄπολις]] ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι Σοφ. Ἀντ. 370. 3) ἐπὶ χώρας, [[ἄνευ]] πολιτῶν, Πλουτ. Τιμολ. 1. ΙΙ. [[πόλις]] [[ἄπολις]], [[πόλις]] μὴ οὖσα πλέον [[πόλις]], κατεστραμμένη [[πόλις]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 457· πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1292· [[ὡσαύτως]] ἡ μὴ ἔχουσα πολιτικὸν ὀργανισμὸν [[πόλις]], ἡ [[ἄνευ]] πολιτεύματος, Πλάτ. Νόμ. 766D.
|lstext='''ἄπολις''': οὐδ. -ι: γεν, -ιδος ἢ -εως, Ἰων. -ιος: δοτ. ἀπόλι, Ἡρόδ. 8. 61: - ὁ μὴ ἔχων πόλιν, [[πολιτεία]] ἢ πατρίδα, Ἡρόδ. 7. 104, 8. 61, Πλάτ. Νόμ. 928Ε, κτλ.· ὁ ἀπολέσας τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, [[ἐξόριστος]], ἄπ. τινὰ τιθέναι, ποιεῖν Σοφ. Ο.Κ. 1357, Ἀντιφῶν 117. 21, κτλ.· προβαλέσθαι Σοφ. Φ. 1018· ἀπ. ἀντὶ πολιτῶν Λυσ. 161. 16. 2) ὁ μὴ ἀγαθὸς [[πολίτης]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὑψίπολις]], [[ἄπολις]] ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι Σοφ. Ἀντ. 370. 3) ἐπὶ χώρας, [[ἄνευ]] πολιτῶν, Πλουτ. Τιμολ. 1. ΙΙ. [[πόλις]] [[ἄπολις]], [[πόλις]] μὴ οὖσα πλέον [[πόλις]], κατεστραμμένη [[πόλις]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 457· πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1292· [[ὡσαύτως]] ἡ μὴ ἔχουσα πολιτικὸν ὀργανισμὸν [[πόλις]], ἡ [[ἄνευ]] πολιτεύματος, Πλάτ. Νόμ. 766D.
}}
{{bailly
|btext=ις, <i>gén.</i> ιδος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> sans villes (pays);<br /><b>II.</b> sans cité, sans patrie ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> banni de la cité, de sa patrie ; ἄπολίν τινα τιθέναι SOPH faire de qqn un exilé, bannir qqn;<br /><b>2</b> indigne de vivre dans la cité;<br /><b>III.</b> cité qui n’en est plus une.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πόλις]].
}}
}}