Anonymous

γνωστικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γνωστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]] εἰς τὸ γιγνώσκειν· ἡ γνωστικὴ (ἐνν. [[δύναμις]]), ἡ [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] τοῦ γιγνώσκειν, ἀντίθ. τῷ ἡ πρακτική, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, κτλ.· οὕτω, τό γνωστικόν [[αὐτόθι]] 261Β·)˙-οἱ γνωστικοί, φιλόσοφοι ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχον βαθυτέραν σοφίαν, Ἐκκλ.― Ἐπίρρ.–κῶς, [[συχν]]. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 292c, 1020a, κ. ἀλλ. (Migne).
|lstext='''γνωστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]] εἰς τὸ γιγνώσκειν· ἡ γνωστικὴ (ἐνν. [[δύναμις]]), ἡ [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] τοῦ γιγνώσκειν, ἀντίθ. τῷ ἡ πρακτική, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, κτλ.· οὕτω, τό γνωστικόν [[αὐτόθι]] 261Β·)˙-οἱ γνωστικοί, φιλόσοφοι ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχον βαθυτέραν σοφίαν, Ἐκκλ.― Ἐπίρρ.–κῶς, [[συχν]]. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 292c, 1020a, κ. ἀλλ. (Migne).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />apte à connaître, capable de connaissance.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]].
}}
}}