Anonymous

ὑπονοέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπονοέω''': [[ὑποπτεύω]], ὑποψιάζομαι, τι Ἡρόδ. 9. 88, Εὐριπ. Ι. Α. 1132· τι ἔς τινα Ἀριστοφ. Πλ. 361 ὑπ. τὴν διάνοιάν τινος Θουκ. 7. 73· [[ψεῦδος]] Πλάτ. περὶ Νόμ. 679C· ― μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὑπονοήσαντες τοὺς Σαμίους τὰ τῶν Ἑλλήνων φρονεῖν Ἡρόδ. 9. 99· ὑπ. εἶναί τι [[θεῖον]] Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 12· ― [[οὕτως]], ὑπ. [[ὅπως]]..., ὅτι... Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 20, Ἑλλ. 4. 8, 35· ἀλλὰ τῶν λεγόντων [[μᾶλλον]] ὑπενοεῖτε ὡς ἕνεκεν τῶν αὐτοῖς [[ἰδίᾳ]] διαφόρων λέγουσι, ὑπωπτεύετε τοὺς λέγοντας ὅτι ὡμίλουν [[ἕνεκα]] ἰδίων συμφερόντων, Θουκ. 1. 68· ὑπ. [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 28. 4· ― [[μήτε]] ὑπονοεῖν τὰ λεγόμενα, [[μήτε]] ὑποπτεύειν αὐτά, ὁ αὐτ. 2. 23. ΙΙ. [[καθόλου]] [[ὑποπτεύω]]., [[σχηματίζω]] εἰκασίας, [[εἰκάζω]] [[περί]] τινος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σάφα]] εἰδέναι, ὑπ. τὰ λεγόμενα Ἀντιφῶν 143, 31, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 652, Λυσ. 1234· τὰ τῶν θεῶν Ἀνδοκ. 18. 15· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ψυχὴν ἔχεις; ― οὐκ οἶδ’, ὑπονοῶ δ’ ὧδ’ ἔχειν (δηλ. ψυχὴν) Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 1· ― ἀπολ., ἄλλ’ ὑπονόησον σύ μοι Ἀριστοφ. Λυσί. 38· ὑπονοοῦντες προαρπάζειν, κατ’ εἰκασίαν, Πλάτ. Γοργ. 454C· οὐδεὶς οἶδε..., ἀλλ’ ὑπονοοῦμεν πάντες ἢ πιστεύομεν Μένανδρ. ἐν «Καρχηδονίῳ» 2· ἐάσας ὑπονοεῖν εἰς [[τοὔνομα]], ἀφήσας ἡμᾶς νὰ εἰκάσωμεν..., Ἄλεξις ἐν Ἀδήλοις 35. 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20.
|lstext='''ὑπονοέω''': [[ὑποπτεύω]], ὑποψιάζομαι, τι Ἡρόδ. 9. 88, Εὐριπ. Ι. Α. 1132· τι ἔς τινα Ἀριστοφ. Πλ. 361 ὑπ. τὴν διάνοιάν τινος Θουκ. 7. 73· [[ψεῦδος]] Πλάτ. περὶ Νόμ. 679C· ― μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὑπονοήσαντες τοὺς Σαμίους τὰ τῶν Ἑλλήνων φρονεῖν Ἡρόδ. 9. 99· ὑπ. εἶναί τι [[θεῖον]] Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 12· ― [[οὕτως]], ὑπ. [[ὅπως]]..., ὅτι... Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 20, Ἑλλ. 4. 8, 35· ἀλλὰ τῶν λεγόντων [[μᾶλλον]] ὑπενοεῖτε ὡς ἕνεκεν τῶν αὐτοῖς [[ἰδίᾳ]] διαφόρων λέγουσι, ὑπωπτεύετε τοὺς λέγοντας ὅτι ὡμίλουν [[ἕνεκα]] ἰδίων συμφερόντων, Θουκ. 1. 68· ὑπ. [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 28. 4· ― [[μήτε]] ὑπονοεῖν τὰ λεγόμενα, [[μήτε]] ὑποπτεύειν αὐτά, ὁ αὐτ. 2. 23. ΙΙ. [[καθόλου]] [[ὑποπτεύω]]., [[σχηματίζω]] εἰκασίας, [[εἰκάζω]] [[περί]] τινος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σάφα]] εἰδέναι, ὑπ. τὰ λεγόμενα Ἀντιφῶν 143, 31, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 652, Λυσ. 1234· τὰ τῶν θεῶν Ἀνδοκ. 18. 15· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ψυχὴν ἔχεις; ― οὐκ οἶδ’, ὑπονοῶ δ’ ὧδ’ ἔχειν (δηλ. ψυχὴν) Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 1· ― ἀπολ., ἄλλ’ ὑπονόησον σύ μοι Ἀριστοφ. Λυσί. 38· ὑπονοοῦντες προαρπάζειν, κατ’ εἰκασίαν, Πλάτ. Γοργ. 454C· οὐδεὶς οἶδε..., ἀλλ’ ὑπονοοῦμεν πάντες ἢ πιστεύομεν Μένανδρ. ἐν «Καρχηδονίῳ» 2· ἐάσας ὑπονοεῖν εἰς [[τοὔνομα]], ἀφήσας ἡμᾶς νὰ εἰκάσωμεν..., Ἄλεξις ἐν Ἀδήλοις 35. 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20.
}}
{{bailly
|btext=-οῶ;<br />se mettre dans l’esprit ; conjecturer, supposer : [[τι]] qch ; <i>en mauv. part</i> soupçonner, suspecter : ὑπ. τινα [[ὡς]] <i>avec un part.</i>, soupçonner qqn de ; ὑπ. τινος [[ὡς]] <i>avec un mode pers.</i> avoir de qqn le soupçon que ; ὑπ. [[τι]] [[εἴς]] τινα avoir qqe soupçon à l’égard de qqn ; ὑπ. [[ὡς]] <i>ou</i> [[ὅπως]] soupçonner que.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[νοέω]].
}}
}}