Anonymous

νάκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νάκος''': [ᾰ], τό, [[δέρας]], [[κῶας]], κῴδιον, [[δορά]], Λατ. vellus, κριοῦ ν. Ἡρόδ. 2. 42, Πινδ. Π. 4. 121, Σιμωνίδ. 29, Θεόκρ. 5. 2, κτλ. - (Πρβλ. [[νάκη]], Λατιν. nacae, [[χειροτέχνημα]] ἐξ ἐρίου, nacca = fullo, Fest).
|lstext='''νάκος''': [ᾰ], τό, [[δέρας]], [[κῶας]], κῴδιον, [[δορά]], Λατ. vellus, κριοῦ ν. Ἡρόδ. 2. 42, Πινδ. Π. 4. 121, Σιμωνίδ. 29, Θεόκρ. 5. 2, κτλ. - (Πρβλ. [[νάκη]], Λατιν. nacae, [[χειροτέχνημα]] ἐξ ἐρίου, nacca = fullo, Fest).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />toison, fourrure.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de sûr.
}}
}}