νάκος

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάκος Medium diacritics: νάκος Low diacritics: νάκος Capitals: ΝΑΚΟΣ
Transliteration A: nákos Transliteration B: nakos Transliteration C: nakos Beta Code: na/kos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, fleece, ν. κριοῦ Pi.P.4.68, Hdt.2.42, cf. Simon.21, Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene), Theoc.5.2, SIG560.41 (Epidamnus, found at Magnesia, iii B.C.), Luc.Am.34.

German (Pape)

[Seite 228] τό, = νάκη; τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ, das goldene Vließ, Pind. P. 4, 58; Her. 2, 42 u. Sp., wie Theocr. 5, 2; Luc. amor. 34 Dea Syria 55.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
toison, fourrure.
Étymologie: DELG rien de sûr.

Russian (Dvoretsky)

νάκος: εος (ᾰ) τό шкура, руно (κριοῦ Her.; ν. ὑποστρωννύναι Plut.); τὸ πάγχρυσον ν. Pind. золотое руно.

Greek (Liddell-Scott)

νάκος: [ᾰ], τό, δέρας, κῶας, κῴδιον, δορά, Λατ. vellus, κριοῦ ν. Ἡρόδ. 2. 42, Πινδ. Π. 4. 121, Σιμωνίδ. 29, Θεόκρ. 5. 2, κτλ. - (Πρβλ. νάκη, Λατιν. nacae, χειροτέχνημα ἐξ ἐρίου, nacca = fullo, Fest).

English (Slater)

νᾰκος
&nnbsp;  1 fleece τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ (P. 4.68)

Greek Monolingual

νάκος, τὸ (Α)
νάκη, δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νάκη.

Greek Monotonic

νάκος: [ᾰ], τό, δέρμα, δορά, Λατ. vellus, σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.

Middle Liddell

νᾰ́κος, εος, τό,
a fleece, Lat. vellus, Hdt., Pind., etc.