Anonymous

νεωκόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεωκόρος''': ὁ, ὁ [[φύλαξ]] ναοῦ καὶ [[ἐπιμελητής]], Λατ. aedituus, ἐθεωρεῖτο δὲ ὡς ἱερὸν [[πρόσωπον]] καὶ [[τιμῆς]] ἄξιον, ν. γίγνεσθαι τοῖς θεοῖς Πλάτ. Νόμ. 759Α· ἱερέας τε καὶ ν. [[αὐτόθι]] 953Α. παρὰ Μεγαβύζῳ τῷ τῆς Ἀρτέμιδος ν. Ξεν. Ἀν. 5. 3, 6· βωμοῖο ν. Ἀνθ. Π. 11. 324· ― ποιητ. [[νηοκόρος]] [[αὐτόθι]] 9. 22· ναοκόρος παρ’ Ἡσυχ. ΙΙ. ἐπώνυμον ἀπαντῶν ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἐπὶ νομισμάτων τῶν Ἀσιατικῶν [[πόλεων]] κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων καὶ ἀποδιδόμενον εἰς τὰς πόλεις ἐπὶ τῇ ἀνεγέρσει ναοῦ εἰς τὴν προστάτιδα αὐτῶν θεότητα ἢ εἰς τὸν αὐτοκράτορα [[οἷον]] ἡ Ἔφεσος, ν. Ἀρτέμιδος Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 35, πρβλ. Tacit. Ann. 4. 55, Eckhel Doctr. Numm. 4. σ. 288 κ. ἑξ.· [[ὡσαύτως]], Ἐφεσίων πόλεως δὶς νεωκόρου τῶν Σεβαστῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2968, πρβλ. 2977· τρὶς ν. τῶν Σεβαστῶν [[αὐτόθι]] 2972· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς Σμύρνης, κτλ.· [[νεωκόρος]] [[ὡσαύτως]] εὕρηται μόνον [[ἄνευ]] γενικῆς ἐν 2022-23, 2189, κ.ἀλλ. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[κορέω]], verro, ὡς εἰ ἡ πρώτη [[σημασία]] ἦν, ὁ σαρώνων τὸν ναόν· ἀλλ’ οὐδὲν [[ἴχνος]] τῆς σημασίας ταύτης ὑπάρχει [[μέχρι]] τοῦ Φίλωνος 2. 236, Ἡσύχ.· ἐνῷ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «ὁ τὸν νεὼν κοσμῶν..., ἀλλ’ οὐχὶ ὁ σαίρων», καὶ ὁ Κούρτ. νομίζει ὅτι ἡ [[ῥίζα]] τοῦ -[[κόρος]] [[εἶναι]] ΚΟΡ = ΚΟΛ, πρβλ. Λατ. curo, colo, καὶ ἴδε ἐν λ. [[αἰγικορεῖς]], [[βουκόλος]], [[αἰπόλος]], Λλ. Ι).
|lstext='''νεωκόρος''': ὁ, ὁ [[φύλαξ]] ναοῦ καὶ [[ἐπιμελητής]], Λατ. aedituus, ἐθεωρεῖτο δὲ ὡς ἱερὸν [[πρόσωπον]] καὶ [[τιμῆς]] ἄξιον, ν. γίγνεσθαι τοῖς θεοῖς Πλάτ. Νόμ. 759Α· ἱερέας τε καὶ ν. [[αὐτόθι]] 953Α. παρὰ Μεγαβύζῳ τῷ τῆς Ἀρτέμιδος ν. Ξεν. Ἀν. 5. 3, 6· βωμοῖο ν. Ἀνθ. Π. 11. 324· ― ποιητ. [[νηοκόρος]] [[αὐτόθι]] 9. 22· ναοκόρος παρ’ Ἡσυχ. ΙΙ. ἐπώνυμον ἀπαντῶν ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἐπὶ νομισμάτων τῶν Ἀσιατικῶν [[πόλεων]] κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων καὶ ἀποδιδόμενον εἰς τὰς πόλεις ἐπὶ τῇ ἀνεγέρσει ναοῦ εἰς τὴν προστάτιδα αὐτῶν θεότητα ἢ εἰς τὸν αὐτοκράτορα [[οἷον]] ἡ Ἔφεσος, ν. Ἀρτέμιδος Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 35, πρβλ. Tacit. Ann. 4. 55, Eckhel Doctr. Numm. 4. σ. 288 κ. ἑξ.· [[ὡσαύτως]], Ἐφεσίων πόλεως δὶς νεωκόρου τῶν Σεβαστῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2968, πρβλ. 2977· τρὶς ν. τῶν Σεβαστῶν [[αὐτόθι]] 2972· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς Σμύρνης, κτλ.· [[νεωκόρος]] [[ὡσαύτως]] εὕρηται μόνον [[ἄνευ]] γενικῆς ἐν 2022-23, 2189, κ.ἀλλ. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[κορέω]], verro, ὡς εἰ ἡ πρώτη [[σημασία]] ἦν, ὁ σαρώνων τὸν ναόν· ἀλλ’ οὐδὲν [[ἴχνος]] τῆς σημασίας ταύτης ὑπάρχει [[μέχρι]] τοῦ Φίλωνος 2. 236, Ἡσύχ.· ἐνῷ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «ὁ τὸν νεὼν κοσμῶν..., ἀλλ’ οὐχὶ ὁ σαίρων», καὶ ὁ Κούρτ. νομίζει ὅτι ἡ [[ῥίζα]] τοῦ -[[κόρος]] [[εἶναι]] ΚΟΡ = ΚΟΛ, πρβλ. Λατ. curo, colo, καὶ ἴδε ἐν λ. [[αἰγικορεῖς]], [[βουκόλος]], [[αἰπόλος]], Λλ. Ι).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />gardien d’un temple.<br />'''Étymologie:''' [[νέως]], [[κορέω]].
}}
}}