3,277,649
edits
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβᾰτός''': -ή, -όν, (Δίων Κ. 42. 44), ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[εὐπρόσιτος]], Ἡρόδ. 4. 62· ἐξ ἧς ἐπιβατὸν… τοῖς [[τότε]] ἐγίγνετο πορευομένοις, ὑπῆρχε [[δίοδος]] δι’ αὐτούς, Πλάτ. Τίμ. 24Ε:- μεταφ., χρυσίῳ ἐπ., ὃν δύναταί τις νὰ πείσῃ διὰ δώρων, Πλουτ. Δημοσθ. 14.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιβατόν· ὁδευομένην» καὶ «[[ἐπιβατός]]· [[λεῖος]], [[ὁμαλός]]». | |lstext='''ἐπιβᾰτός''': -ή, -όν, (Δίων Κ. 42. 44), ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[εὐπρόσιτος]], Ἡρόδ. 4. 62· ἐξ ἧς ἐπιβατὸν… τοῖς [[τότε]] ἐγίγνετο πορευομένοις, ὑπῆρχε [[δίοδος]] δι’ αὐτούς, Πλάτ. Τίμ. 24Ε:- μεταφ., χρυσίῳ ἐπ., ὃν δύναταί τις νὰ πείσῃ διὰ δώρων, Πλουτ. Δημοσθ. 14.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιβατόν· ὁδευομένην» καὶ «[[ἐπιβατός]]· [[λεῖος]], [[ὁμαλός]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />où l’on peut monter, accessible ; <i>fig.</i> accessible (à la corruption).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]]. | |||
}} | }} |