ἐπιβατός
English (LSJ)
ἐπιβατή, ἐπιβατόν (D.C.44.42),
A that can be climbed, accessible, Hdt.4.62; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν.. τοῖς τότε ἐγίγνετο πορευομένοις there was a passage for them, Pl.Ti.24e; τὴν Κελτικὴν ἐπιβατὴν ποιῆσαι D.C.l.c.: metaph., χρυσίῳ ἐ. accessible to a bribe, Plu.Dem. 14.
II. παίων ἐ. foot consisting of five long syllables, Id.2.1143b.
German (Pape)
[Seite 929] ersteigbar, Her. 4, 62 u. Folgde; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους, von wo ein Zugang war zu den anderen Inseln, Plat. Tim. 24 e; übertr., χρυσίῳ, dem Golde zugänglich, bestechlich, Plut. Dem. 14. – D. Cass. 14, 42 sagt ἐπιβατὴν Κελτικὴν ποιῆσαι.
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
où l'on peut monter, accessible ; fig. accessible (à la corruption).
Étymologie: ἐπιβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβᾰτός: и 3 предоставляющий доступ, доступный (κῶλον Her.; τεῖχος Plut.): χρυσίῳ ἐ. Plut. подкупный; ἐπιβατὴν παρέσχειν τὴν Ἀσίαν τινί Plut. открыть кому-л. доступ в Азию.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβᾰτός: -ή, -όν, (Δίων Κ. 42. 44), ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, εὐπρόσιτος, Ἡρόδ. 4. 62· ἐξ ἧς ἐπιβατὸν… τοῖς τότε ἐγίγνετο πορευομένοις, ὑπῆρχε δίοδος δι’ αὐτούς, Πλάτ. Τίμ. 24Ε:- μεταφ., χρυσίῳ ἐπ., ὃν δύναταί τις νὰ πείσῃ διὰ δώρων, Πλουτ. Δημοσθ. 14.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιβατόν· ὁδευομένην» καὶ «ἐπιβατός· λεῖος, ὁμαλός».
Greek Monolingual
ἐπίβατος, -ον (Μ)
προσιτός.
ἐπιβατός, -ή, -όν και -ός, -όν (Α) επιβαίνω
1. προσιτός («ἐπιβατὴν τὴν Κελτικὴν ποιῆσαι»)
2. λείος, ομαλός
3. αυτός που πείθεται με δώρα
4. φρ. «παίων ἐπιβατός» — μετρικός πους που αποτελούνταν από πέντε μακρόχρονες συλλαβές.
Greek Monotonic
ἐπιβᾰτός: -ή, -όν (ἐπιβαίνω), αυτός που μπορεί κάποιος να τον ανέβει, προσπελάσιμος, προσιτός, σε Ηρόδ.· χρυσίῳ ἐπ., καταδεκτικός, επιρρεπής στη δωροδοκία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπιβᾰτός, ή, όν ἐπιβαίνω
that can be climbed, accessible, Hdt.; χρυσίῳ ἐπ. accessible to a bribe, Plut.