Anonymous

κενεαυχής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενεαυχής''': -ές, (αὐχή), ὁ ἐπὶ κενοῖς καυχώμενος, [[κενόδοξος]], [[μάταιος]], κενεαυχέες ἠγοράασθε Ἰλ. Θ. 230· κενεαυχέα πλοῦτον Ζηνόδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 30· κενεαυχέα φωνὴν ῥήξαντο Νόνν. Δ. 1. 426·- βραδύτερον, [[κεναυχής]], ές, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 145, Πλούτ. 2. 103Ε.
|lstext='''κενεαυχής''': -ές, (αὐχή), ὁ ἐπὶ κενοῖς καυχώμενος, [[κενόδοξος]], [[μάταιος]], κενεαυχέες ἠγοράασθε Ἰλ. Θ. 230· κενεαυχέα πλοῦτον Ζηνόδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 30· κενεαυχέα φωνὴν ῥήξαντο Νόνν. Δ. 1. 426·- βραδύτερον, [[κεναυχής]], ές, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 145, Πλούτ. 2. 103Ε.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>ion. c.</i> [[κεναυχής]].
}}
}}