κενεαυχής
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
κενεαυχές, (αὔχη) vainglorious, κενεαυχέες ἠγοράασθε Il.8.230; κενεαυχέα πλοῦτον AP7.117 (Zenod.), cf. POxy.1015.19 (v.l.):—later κεναυχής, κεναυχές, Plu.2.103e; τὸ κεναυχὲς κάλλος AP12.145.
German (Pape)
[Seite 1416] ές, leer, d. i. mit eiteln Dingen prahlend, Il. 8, 230 u. sp. D., wie Zenodot. bei D. L. 7, 30. Vgl. κεναυχής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ion. c. κεναυχής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενεαυχής -ές [κενός, αὔχη] later κεναυχής verwaand, bluffend.
Russian (Dvoretsky)
κενεαυχής: Hom., Diog. L. = κεναυχής.
English (Autenrieth)
ές (αὐχέω): emptily or idly boasting, Il. 8.230†.
Greek Monolingual
κενεαυχής και κεναυχής, -ές (Α)
αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο)- (πρβλ. κενο-) + -αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλαυχής, πολυαυχής].
Greek Monotonic
κενεαυχής: -ές (αὐχή), κενόδοξος, μάταιος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κενεαυχής: -ές, (αὐχή), ὁ ἐπὶ κενοῖς καυχώμενος, κενόδοξος, μάταιος, κενεαυχέες ἠγοράασθε Ἰλ. Θ. 230· κενεαυχέα πλοῦτον Ζηνόδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 30· κενεαυχέα φωνὴν ῥήξαντο Νόνν. Δ. 1. 426·- βραδύτερον, κεναυχής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 145, Πλούτ. 2. 103Ε.
Middle Liddell
κενε-αυχής, ές αὐχή
vain-glorious, Il.
Translations
self-satisfied
Bulgarian: самодоволен; Chinese Mandarin: 自滿/自满, 得意; Danish: selvtilfreds; Dutch: zelfingenomen; Finnish: itsetyytyväinen, omahyväinen; French: suffisant; Georgian: თვითკმაყოფილი; German: selbstzufrieden; Greek: εφησυχασμένος, αυτάρεσκος, ματαιόδοξος, ψωνισμένος, ψώνιο; Ancient Greek: αὐτάρεσκος, αὐτάρεστος, δυσαυχής, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, πέρπερος; Hungarian: önelégült; Japanese: 独り善がり, 自己満足する; Polish: zadowolony z siebie; Russian: самодовольный; Swedish: självbelåten
vainglorious
Armenian: փառամոլ; Bulgarian: суетен, тщеславен; Chinese Mandarin: 非常自負/非常自负; Czech: zpupný, chvástavý; Dutch: verwaand; Finnish: turhamainen, turhantärkeä, tyhmänylpeä; French: orgueilleux, vaniteux, fanfaron; Middle French: vainglorieux; Georgian: პატივმოყვარე, დიდების მოყვარე; German: hochmütig, dünkelhaft, aufgeblasen, prahlerisch; Gothic: 𐍆𐌻𐌰𐌿𐍄𐍃; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: ἀλαζών, αὐτεπαίνετος, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματικός, δυσαυχής, καυχηματικός, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, κομπῶδες, κομπώδης, ματαιόκομπος, μεγάλαυχος, πέρπερος, τυφομανής, φιλοκομπαστής, φιλόκομπος; Italian: vanaglorioso; Portuguese: vanglorioso; Russian: тщеславный; Spanish: vanidoso, soberbio, fachendoso, perdonavidas, fanfarrón
conceited
Arabic: مَغْرُور; Bengali: আত্মাভিমানী; Bulgarian: суетен, надут; Catalan: presumptuós; Chinese Mandarin: 自大, 狂妄, 囂張, 嚣张; Danish: indbildsk; Dutch: verwaand; Esperanto: vanta; Finnish: turhamainen, itsekäs; French: vain, vaniteux, orgueilleux, suffisant, prétentieux; German: eingebildet, prätentiös, eitel, selbsteingenommen, blasiert; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: αὐτάγητος, γαῦρος, δυσαυχής, ἔνδοξος, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, μεγαλόφρων, οἰηματίας, πέρπερος, ὑπερήφανος, ὑπεροπεύς, ὑπερόπτης, ὑπεροπτικός, ὑπερόπτις, χαῦνος; Hungarian: beképzelt, önhitt, öntelt, önelégült, elbizakodott; Irish: stráiciúil, leitheadach, postúil, mórchúiseach, mustrach, mórálach, anbharúlach, postúil; Latvian: iedomīgs, uzpūtīgs; Maori: whakapehapeha; Norman: ordgilleux; Norwegian Bokmål: innbilsk; Occitan: bufaire, espompit, morrelevat, vanitós, orgulhós; Portuguese: convencido; Romanian: înfumurat; Russian: самодовольный, тщеславный; Scottish Gaelic: mòr às fhèin; Spanish: presuntuoso; Tagalog: alangas; Ukrainian: марнославний