3,274,216
edits
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνανίστημι''': [[ἀνίστημι]], [[ἐγείρω]] [[ὁμοῦ]], ὁ [[Διονύσιος]] ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὴν Ἀριάδνην Ξεν. Συμπ. 9, 5· βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, συνανεγείρω, λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 8. 9. ΙΙ. παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 34· τινι μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 1, 4. | |lstext='''συνανίστημι''': [[ἀνίστημι]], [[ἐγείρω]] [[ὁμοῦ]], ὁ [[Διονύσιος]] ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὴν Ἀριάδνην Ξεν. Συμπ. 9, 5· βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, συνανεγείρω, λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 8. 9. ΙΙ. παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 34· τινι μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 1, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire lever en même temps, acc.;<br /><b>2</b> aider à relever (des murailles);<br /><b>II.</b> <i>intr. (à l’ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.)</i> se lever, se relever <i>ou</i> se soulever avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀνίστημι]]. | |||
}} | }} |