Anonymous

συνανίστημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνανίστημι''': [[ἀνίστημι]], [[ἐγείρω]] [[ὁμοῦ]], ὁ [[Διονύσιος]] ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὴν Ἀριάδνην Ξεν. Συμπ. 9, 5· βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, συνανεγείρω, λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 8. 9. ΙΙ. παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 34· τινι μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 1, 4.
|lstext='''συνανίστημι''': [[ἀνίστημι]], [[ἐγείρω]] [[ὁμοῦ]], ὁ [[Διονύσιος]] ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὴν Ἀριάδνην Ξεν. Συμπ. 9, 5· βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, συνανεγείρω, λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 8. 9. ΙΙ. παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 34· τινι μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 1, 4.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire lever en même temps, acc.;<br /><b>2</b> aider à relever (des murailles);<br /><b>II.</b> <i>intr. (à l’ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.)</i> se lever, se relever <i>ou</i> se soulever avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀνίστημι]].
}}
}}