3,244,003
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκηνίτης''': (ἐν Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] πλημμελῶς [[σκηνήτης]]), ου, ὁ, ὁ κατοικῶν ἐν σκηναῖς ἢ καλύβαις, ἐπὶ νομαδικῶν φυλῶν, Στράβ. 130, 492, κτλ.· ὁ ἀντὶ ἐργαστηρίου ἔχων σκηνήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 53, ἴδε Keil Inscr. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐν σκηναῖς ἢ ἀνήκων εἰς σκηνάς, [[βίος]] Διόδ. 2. 40· κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 36. | |lstext='''σκηνίτης''': (ἐν Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] πλημμελῶς [[σκηνήτης]]), ου, ὁ, ὁ κατοικῶν ἐν σκηναῖς ἢ καλύβαις, ἐπὶ νομαδικῶν φυλῶν, Στράβ. 130, 492, κτλ.· ὁ ἀντὶ ἐργαστηρίου ἔχων σκηνήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 53, ἴδε Keil Inscr. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐν σκηναῖς ἢ ἀνήκων εἰς σκηνάς, [[βίος]] Διόδ. 2. 40· κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui vit sous la tente;<br /><b>2</b> nomade ; marchand forain ; petit marchand.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]]. | |||
}} | }} |