Anonymous

ἐχέγγυος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχέγγυος''': -ον, ὁ δοὺς ἢ δυνάμενος νὰ δώσῃ ἐγγύησιν, [[ἀξιόπιστος]], [[ἀσφαλής]], δόμοι Εὐρ. Μήδ. 388· [[λόγος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 192· ποιεῖν τι ἐχέγγυον, Λατ. ratum facere, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 759· [[ζημία]] [[ἐχέγγυος]], ποινὴ ἐφ’ ἧς δύναταί τις νὰ βασισθῇ (ὡς πρὸς τὸν περιορισμὸν ἢ τὴν πρόληψιν τῶν κακουργημάτων), Θουκ. 3. 46· ἐχεγγυώτατος [[μάρτυς]] Ἀθήν. 398F· τὸ ἐχέγγυον, [[ἐγγύησις]], [[ἀσφάλεια]], Ἡρόδ. 2. 13· [[ἐχέγγυος]] πρὸς ἢ εἴς τι Πλούτ. 2. 595F, 1055Β· [[μετὰ]] γεν., σωφροσύνης [[τρόπος]] [[οὗτος]] [[ἐχέγγυος]] Ἀνθ. Π. 10. 56· ἀπορρήτων ἐχ., εἰς ὃν ἀσφαλῶς δύναταί τις νὰ ἐμπιστευθῇ μυστικά, Πλουτ. Ποπλικ. 4· [[ἀξίωμα]] ἐχέγγυον πρὸς ἡγεμονίαν, ἀνάλογον πρὸς τὴν ἡγεμον., ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 37, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 3. 13· μετ’ ἀπαρ., ἱκανῶς ἰσχυρῶς ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ…, Πλουτ. Αἰμίλ. 8, πρβλ. 2. 923C. II. Παθ., ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον, ὑπὸ τὴν σὴν ἐγγύησιν, προστασίαν, Σοφ. Ο. Κ. 284.
|lstext='''ἐχέγγυος''': -ον, ὁ δοὺς ἢ δυνάμενος νὰ δώσῃ ἐγγύησιν, [[ἀξιόπιστος]], [[ἀσφαλής]], δόμοι Εὐρ. Μήδ. 388· [[λόγος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 192· ποιεῖν τι ἐχέγγυον, Λατ. ratum facere, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 759· [[ζημία]] [[ἐχέγγυος]], ποινὴ ἐφ’ ἧς δύναταί τις νὰ βασισθῇ (ὡς πρὸς τὸν περιορισμὸν ἢ τὴν πρόληψιν τῶν κακουργημάτων), Θουκ. 3. 46· ἐχεγγυώτατος [[μάρτυς]] Ἀθήν. 398F· τὸ ἐχέγγυον, [[ἐγγύησις]], [[ἀσφάλεια]], Ἡρόδ. 2. 13· [[ἐχέγγυος]] πρὸς ἢ εἴς τι Πλούτ. 2. 595F, 1055Β· [[μετὰ]] γεν., σωφροσύνης [[τρόπος]] [[οὗτος]] [[ἐχέγγυος]] Ἀνθ. Π. 10. 56· ἀπορρήτων ἐχ., εἰς ὃν ἀσφαλῶς δύναταί τις νὰ ἐμπιστευθῇ μυστικά, Πλουτ. Ποπλικ. 4· [[ἀξίωμα]] ἐχέγγυον πρὸς ἡγεμονίαν, ἀνάλογον πρὸς τὴν ἡγεμον., ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 37, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 3. 13· μετ’ ἀπαρ., ἱκανῶς ἰσχυρῶς ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ…, Πλουτ. Αἰμίλ. 8, πρβλ. 2. 923C. II. Παθ., ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον, ὑπὸ τὴν σὴν ἐγγύησιν, προστασίαν, Σοφ. Ο. Κ. 284.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fournit une garantie, garant, répondant : [[ἐχέγγυος]] τινος, [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]] qui répond de qch ; avec un inf., qui offre toute garantie pour faire qch ; τὸ ἐχέγγυον HDT sûreté;<br /><b>2</b> qui reçoit une garantie : [[ἐχέγγυος]] [[ἱκέτης]] SOPH suppliant protégé par une promesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[ἐγγύη]].
}}
}}