ἐχέγγυος
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ἐχέγγυον,
A having given security or able to give security, trustworthy, secure, δόμοι E.Med.387; λόγος Id.Andr.192; ποιεῖν δόσιν ἐχέγγυον Id.Ph. 759; ζημία ἐχέγγυος = a penalty to be relied on (for the prevention of crime), Th.3.46; φρουρά D.H.2.37: Comp. ἐχεγγυώτερος Them.Or.26.321d: Sup. ἐχεγγυώτατος, μάρτυς Ath.9.398f; τὸ τῆς φρουρᾶς ἐχέγγυον security, Hdn.2.13.8; ἐχέγγυος πρὸς ἀσφάλειαν, ἐχέγγυος εἰς σωτηρίαν, Plu.2.595 f, 1055b: c.gen., σωφροσύνης τρόπος οὗτος ἐχέγγυος AP10.56.11 (Pall.); ἀπορρήτων ἐχέγγυος = safe to be entrusted with secrets, Plu.Publ.4; ἀξίωμα ἐχέγγυον πρὸς ἡγεμονίαν = equal to command, Id.Per.37, cf. Hdn.3.13.4: c. inf., sufficiently strong to... Plu.Aem. 8, 2.923c; οὐκ ἐχέγγυος πρὸς τὸ ἀριθμεῖν not = sufficient justification for counting... Longin. ap. Porph.Plot.20.
II Pass., having received a pledge, secured against danger, ἱκέτης S.OC284.
German (Pape)
[Seite 1124] 1) Bürgschaft leistend, zuverlässig, sicher, von Menschen, ἀποῤῥήτων τηλικούτων, dem man so wichtige Geheimnisse anvertrauen kann, Plut. Popl. 4; οὐκ ὢν c. inf., der nicht verbürgt, verheißt Etwas zu thun, einer Sache nicht gewachsen ist, Aem. Paul. 8; ἐχεγγυώτατος μάρτυς Ath. IX, 398 f; gewöhnlicher von Sachen, worauf man trauen darf, δόμοι Eur. Med. 397, λόγος Andr. 192; τὴν δόσιν ἐχέγγυον ποιεῖν, beftätigeu, Phoen. 759; τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύῳ πιστεύειν, Schol. βεβαίῳ, ἰσχυρᾷ, Thuc. 3, 46; so oft bei Sp,.; πρός τι, für Etwas bürgend, Plut. Pericl. 37 u. sonst; πίστις τῆς σωτηρίας ἐχἐγγυος, die Rettung verbürgend, D. Cass.; Pallad. 5 (X, 56) σωφροσύνης τρόπος οὗτος ἐχέγγυος; Hdn. 2, 13, 16. – 2) dem eine Bürgschaft geleistet wird, daß ihm Nichts widerfahren soll, ἱκέτης Soph. O. C. 285. – Adv. ἐχεγγύως, Schol. Aesch. Pers. 237.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fournit une garantie, garant, répondant : ἐχέγγυος τινος, πρός τι, εἴς τι qui répond de qch ; avec un inf., qui offre toute garantie pour faire qch ; τὸ ἐχέγγυον HDT sûreté;
2 qui reçoit une garantie : ἐχέγγυος ἱκέτης SOPH suppliant protégé par une promesse.
Étymologie: ἔχω, ἐγγύη.
Russian (Dvoretsky)
ἐχέγγῠος:
1 служащий залогом, дающий гарантию, являющийся порукой (τινος и πρός или εἴς τι Plut.): δόμοι ἐχέγγυοι Eur. надежный (в качестве убежища) дом; τὴν πρόσθε δόσιν ἐχέγγυον ποιεῖν Eur. подтверждать (свое) прежнее обещание; ζημία ἐ. Thuc. кара, являющаяся надежным предостережением;
2 заслуживающий доверия, основательный (λόγος Eur.);
3 получивший твердое обещание, заручившийся гарантией личной неприкосновенности (ἱκέτης Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέγγυος: -ον, ὁ δοὺς ἢ δυνάμενος νὰ δώσῃ ἐγγύησιν, ἀξιόπιστος, ἀσφαλής, δόμοι Εὐρ. Μήδ. 388· λόγος ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 192· ποιεῖν τι ἐχέγγυον, Λατ. ratum facere, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 759· ζημία ἐχέγγυος, ποινὴ ἐφ’ ἧς δύναταί τις νὰ βασισθῇ (ὡς πρὸς τὸν περιορισμὸν ἢ τὴν πρόληψιν τῶν κακουργημάτων), Θουκ. 3. 46· ἐχεγγυώτατος μάρτυς Ἀθήν. 398F· τὸ ἐχέγγυον, ἐγγύησις, ἀσφάλεια, Ἡρόδ. 2. 13· ἐχέγγυος πρὸς ἢ εἴς τι Πλούτ. 2. 595F, 1055Β· μετὰ γεν., σωφροσύνης τρόπος οὗτος ἐχέγγυος Ἀνθ. Π. 10. 56· ἀπορρήτων ἐχ., εἰς ὃν ἀσφαλῶς δύναταί τις νὰ ἐμπιστευθῇ μυστικά, Πλουτ. Ποπλικ. 4· ἀξίωμα ἐχέγγυον πρὸς ἡγεμονίαν, ἀνάλογον πρὸς τὴν ἡγεμον., ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 37, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 3. 13· μετ’ ἀπαρ., ἱκανῶς ἰσχυρῶς ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ…, Πλουτ. Αἰμίλ. 8, πρβλ. 2. 923C. II. Παθ., ἀλλ’ ὥσπερ ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον, ὑπὸ τὴν σὴν ἐγγύησιν, προστασίαν, Σοφ. Ο. Κ. 284.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἐχέγγυος, -ον)
1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» — επειδή πίστεψαν στην ποινή του θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων, Θουκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το εχέγγυο(ν)
αυτό που παρέχεται ως εγγύηση, που θεωρείται ως ασφάλεια («έχει τα εχέγγυα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας»)
αρχ.
1. αρκετά ισχυρός στο να... («οὐκ ὤν ἐχέγγυος ἐνεγκεῖν», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει τη βεβαίωση ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, που είναι υπό την εγγύηση, υπό την προστασία κάποιου.
επίρρ...
ἐχεγγύως (Α)
με αξιόπιστο τρόπο, με ασφαλή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + εγγύη].
Greek Monotonic
ἐχέγγυος: -ον (ἐγγύη),·
I. αυτός που έχει δώσει ή είναι ικανός να δώσει εγγύηση, αξιόπιστος, φερέγγυος, ασφαλής, σε Ευρ.· ζημία ἐχ., ποινή πάνω στην οποία κάποιος μπορεί να βασιστεί (για την πρόληψη εγκλήματος), σε Θουκ.· τὸ ἐχέγγυον, εγγύηση, ασφάλεια, σε Ηρόδ.· με απαρ., αυτός που είναι επαρκώς, ικανοποιητικά ισχυρός, δυνατός για να κάνει κάτι, σε Πλούτ.
II. Παθ., αυτός που έχει λάβει ενέχυρο, εχέγγυο, ασφάλεια, σε Ηρόδ.· ο ασφαλισμένος στην περίπτωση κινδύνου, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐχ-έγγυος, ον ἐγγύη
I. having given or able to give security, trust-worthy, secure, Eur.; ζημία ἐχ. a penalty to be relied on (for the prevention of crime), Thuc.: τὸ ἐχέγγυον security, Hdt.: c. inf. sufficiently strong to do, Plut.
II. pass. having received a pledge, secured against danger, Soph.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀξιόπιστος). Σύνθετο ἀπό τό ἔχω + ἐγγύη (=ἐνέχυρο). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐγγυάω -ῶ καί στό ἔχω.
Lexicon Thucydideum
idoneus, suitable, fit, 3.46.1.
Translations
trustworthy
Arabic: ثِقَةٌ; Egyptian Arabic: امين; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: betrouwbaar; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: de confiance, digne de confiance, digne de foi, fiable; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: vertrauenswürdig, glaubwürdig; Greek: αξιόπιστος; Ancient Greek: ἀληθινός, ἀξιόπιστος, ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως, βέβαιος, δόκιμος, ἔμπιστος, εὔπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, κεδνός, πιστευτός, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: affidabile, attendibile, credibile, fidato; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរឱ្យទុកចិត្ត; Latin: fidus; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: confiável; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: надёжный, благонадёжный, достоверный, верный; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: fidedigno, fiable, de confianza, confiable, de fiar; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний