Anonymous

νόθος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νόθος''': -η, -ον, Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ος, ον, ὁ μὴ [[γνήσιος]], ὁ μὴ ἐκ νομίμου γάμου [[υἱός]], δηλ. ὁ ἐκ δούλης ἢ παλλακῆς, [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλ. ([[οὐδέποτε]] ἐν τῇ Ὀδ.), Πίνδ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· [[νόθος]] [[υἱός]] Ἰλ. Β. 727, κτλ.· οἷος ὁ Τεῦκρος, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1013· ἀντίθετ. τῷ [[γνήσιος]], Λατ. legilimus, Ἰλ. Λ. 102, Ἡρόδ. 8. 103· ὁ δὴ ν. τοῖς γνησίοις ἴσον σθένει Σοφ. Ἀποσπ. 108· [[ὡσαύτως]], νόθη [[κούρη]] Ἰλ. Ν. 173. 2) ἐν Ἀθήναις [[ὡσαύτως]] πᾶν [[τέκνον]] γεννηθὲν ἐκ ξένης γυναικὸς ἢ ὅτε ὁ εἷς τῶν γονέων δὲν ἦτο [[πολίτης]] [[Ἀθηναῖος]], Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 962, Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 118· [[νόθος]] πρὸς μητρὸς Πλουτ. Θεμιστ. 1. ΙΙ. [[καθόλου]], [[πλαστός]], [[κίβδηλος]], [[ὑποβολιμαῖος]], ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων, λογισμῷ τινι ν. Πλάτ. Τίμ. 52Β· ν. παιδείᾳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 741Α· ν. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 587Β· ἀοιδαὶ Καλλ. Ἀποσπ. 279· νόθον [[ἧπαρ]] ὁ σπλὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7. 4· νόθαι πλευραί, «ἀπ’ ὤμων ἐς τὰς ἐλαχίστας πλευράς, καλουμένας δὲ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν νόθας» Παυσ. 1. 35, 6· ν. [[σάλπιγξ]], ἐπὶ τοῦ συρίγματος ὄφεως, Νόνν. Δ. 35. 214· ν. [[φέγγος]], ἐπὶ τῆς σελήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς το γνήσιον, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Φίλων 1. 628. - Ἐπίρρ. νόθως, οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἑβδομ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 17)· «ψευδῶς» Ἡσύχ.
|lstext='''νόθος''': -η, -ον, Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ος, ον, ὁ μὴ [[γνήσιος]], ὁ μὴ ἐκ νομίμου γάμου [[υἱός]], δηλ. ὁ ἐκ δούλης ἢ παλλακῆς, [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλ. ([[οὐδέποτε]] ἐν τῇ Ὀδ.), Πίνδ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· [[νόθος]] [[υἱός]] Ἰλ. Β. 727, κτλ.· οἷος ὁ Τεῦκρος, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1013· ἀντίθετ. τῷ [[γνήσιος]], Λατ. legilimus, Ἰλ. Λ. 102, Ἡρόδ. 8. 103· ὁ δὴ ν. τοῖς γνησίοις ἴσον σθένει Σοφ. Ἀποσπ. 108· [[ὡσαύτως]], νόθη [[κούρη]] Ἰλ. Ν. 173. 2) ἐν Ἀθήναις [[ὡσαύτως]] πᾶν [[τέκνον]] γεννηθὲν ἐκ ξένης γυναικὸς ἢ ὅτε ὁ εἷς τῶν γονέων δὲν ἦτο [[πολίτης]] [[Ἀθηναῖος]], Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 962, Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 118· [[νόθος]] πρὸς μητρὸς Πλουτ. Θεμιστ. 1. ΙΙ. [[καθόλου]], [[πλαστός]], [[κίβδηλος]], [[ὑποβολιμαῖος]], ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων, λογισμῷ τινι ν. Πλάτ. Τίμ. 52Β· ν. παιδείᾳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 741Α· ν. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 587Β· ἀοιδαὶ Καλλ. Ἀποσπ. 279· νόθον [[ἧπαρ]] ὁ σπλὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7. 4· νόθαι πλευραί, «ἀπ’ ὤμων ἐς τὰς ἐλαχίστας πλευράς, καλουμένας δὲ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν νόθας» Παυσ. 1. 35, 6· ν. [[σάλπιγξ]], ἐπὶ τοῦ συρίγματος ὄφεως, Νόνν. Δ. 35. 214· ν. [[φέγγος]], ἐπὶ τῆς σελήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς το γνήσιον, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Φίλων 1. 628. - Ἐπίρρ. νόθως, οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἑβδομ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 17)· «ψευδῶς» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />bâtard, de naissance illégitime.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
}}