Anonymous

συνεφέλκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεφέλκω''': ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. [[ἕλκω]])· ― [[σύρω]] κατόπιν μου ἢ πλησίον μου [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Φαίδων 80Ε, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 3, 12. ― Παθ., σύρομαι [[ὁμοῦ]] ἢ πλησίον μετά τινος, τινι ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 8, Μετεωρ. 1. 3, 26· [[ὁμοῦ]] ἢ ὁμοίως ἐφέλκομαι, ἀνασύρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 27. 11· ― Μέσ., σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., Ἱππ. 617. 43, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, Πλούτ. 2. 5, 9C, κλπ.
|lstext='''συνεφέλκω''': ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. [[ἕλκω]])· ― [[σύρω]] κατόπιν μου ἢ πλησίον μου [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Φαίδων 80Ε, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 3, 12. ― Παθ., σύρομαι [[ὁμοῦ]] ἢ πλησίον μετά τινος, τινι ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 8, Μετεωρ. 1. 3, 26· [[ὁμοῦ]] ἢ ὁμοίως ἐφέλκομαι, ἀνασύρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 27. 11· ― Μέσ., σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., Ἱππ. 617. 43, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, Πλούτ. 2. 5, 9C, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συνεγέλξω, <i>ao.</i> συνεφείλκυσα;<br />traîner <i>ou</i> entraîner ensemble;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνεφέλκομαι traîner avec <i>ou</i> après soi.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐφέλκω]].
}}
}}