3,277,218
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρῑμύς''': -εῖα, ύ, διαπεραστικός, [[ὀξύς]], Λατ. acer, δριμὺ [[βέλος]] Ἰλ. Λ. 270· καὶ μεταφ., δριμεῖα [[μάχη]] Ο. 696, Ἡσ. Ἀσπ. 261· δριμὺς [[χόλος]] Ἰλ. Σ. 322· δριμὺ [[μένος]] Ὀδ. Ω. 319· [[ἄχος]] Ἡσ. Ἀσπ. 457· οὕτω, δρ. θυμὸς Αἰσχύλ. Χο. 392. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., ἐπὶ πραγμάτων, ἅτινα ἐνοχλοῦσιν ἰδίως τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὴν γεῦσιν, [[καυστικός]], [[ὀξύς]], [[ἐρεθιστικός]], ἐπὶ καπνοῦ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 146· [[καυστικός]], [[δυνατός]], ἀντίθ. [[γλυκύς]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 5, πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Κανθ. 5, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10, 6· ἐπὶ ὀσμῆς, Ἀριστοφ. Πλ. 694, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2. 9, 5· δριμέσιν ἰητρεύειν, μὲ αὐστηρά, δυνατὰ φάρμακα, Ἱππ. Ἀγμ. 769· ― ἐπίρρ. -έως Ἀναξανδρ. [[Ἡρακλ]]. 1· δριμύτερον ὄζειν Ἀριστ. Προβλ. 12. 7. ΙΙΙ. μεταφ. καὶ ἐπὶ προσώπων, [[θερμός]], [[αὐστηρός]], [[πικρός]], [[ἄγριος]], [[ἀλάστωρ]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1501· [[ἄγροικος]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 808, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἀγχίνους, [[πανοῦργος]], Λατ. acutus, Εὐρ. Κύκλ. 104· ἔντονοι καὶ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· δρ. καὶ δικανικὸς [[αὐτόθι]] 175D· δρ. ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17· [[λόγος]] δριμύτατος ὁ αὐτ. Σοφ. Ἐλέγχ. 33, 5· δριμὺ βλέπειν, βλέπειν [[μετὰ]] πικρίας ἢ αὐστηρότητος, Ἀριστοφ. Βατρ. 562· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[βλέπω]] [[ὀξέως]], [[ὀξυδερκῶς]], Πλάτ. Πολ. 519Β. | |lstext='''δρῑμύς''': -εῖα, ύ, διαπεραστικός, [[ὀξύς]], Λατ. acer, δριμὺ [[βέλος]] Ἰλ. Λ. 270· καὶ μεταφ., δριμεῖα [[μάχη]] Ο. 696, Ἡσ. Ἀσπ. 261· δριμὺς [[χόλος]] Ἰλ. Σ. 322· δριμὺ [[μένος]] Ὀδ. Ω. 319· [[ἄχος]] Ἡσ. Ἀσπ. 457· οὕτω, δρ. θυμὸς Αἰσχύλ. Χο. 392. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., ἐπὶ πραγμάτων, ἅτινα ἐνοχλοῦσιν ἰδίως τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὴν γεῦσιν, [[καυστικός]], [[ὀξύς]], [[ἐρεθιστικός]], ἐπὶ καπνοῦ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 146· [[καυστικός]], [[δυνατός]], ἀντίθ. [[γλυκύς]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 5, πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Κανθ. 5, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10, 6· ἐπὶ ὀσμῆς, Ἀριστοφ. Πλ. 694, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2. 9, 5· δριμέσιν ἰητρεύειν, μὲ αὐστηρά, δυνατὰ φάρμακα, Ἱππ. Ἀγμ. 769· ― ἐπίρρ. -έως Ἀναξανδρ. [[Ἡρακλ]]. 1· δριμύτερον ὄζειν Ἀριστ. Προβλ. 12. 7. ΙΙΙ. μεταφ. καὶ ἐπὶ προσώπων, [[θερμός]], [[αὐστηρός]], [[πικρός]], [[ἄγριος]], [[ἀλάστωρ]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1501· [[ἄγροικος]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 808, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἀγχίνους, [[πανοῦργος]], Λατ. acutus, Εὐρ. Κύκλ. 104· ἔντονοι καὶ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· δρ. καὶ δικανικὸς [[αὐτόθι]] 175D· δρ. ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17· [[λόγος]] δριμύτατος ὁ αὐτ. Σοφ. Ἐλέγχ. 33, 5· δριμὺ βλέπειν, βλέπειν [[μετὰ]] πικρίας ἢ αὐστηρότητος, Ἀριστοφ. Βατρ. 562· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[βλέπω]] [[ὀξέως]], [[ὀξυδερκῶς]], Πλάτ. Πολ. 519Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>1</b> aigre, âcre, piquant ; δριμὺ [[βέλος]] IL douleur aiguë (de l’enfantement) ; <i>p. anal.</i> δριμὺ ἀποβλέπειν LUC, ἐνορᾶν ÉL attacher sur qqn des regards perçants <i>ou</i> irrités ; <i>fig.</i> δριμεῖα [[μάχη]] IL combat rude <i>litt.</i> âcre ; δριμὺ [[μένος]] OD vive émotion ; rude, violent <i>en parl. de pers.</i><br /><b>2</b> <i>en parl. de l’intelligence</i> perçant, pénétrant, fin.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | |||
}} | }} |