Anonymous

κεάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεάζω''': Ἐπικ. μέλλ. κεάσσω, Ὀρφ. Ἀργ. 852: ἀόρ. κέᾰσα, κέασσα, ἐκέασσα, Ὁμ.- Παθ., ἀόρ. κεάσθην Ἰλ.: παθ. πρκμ. κεκεασμένος, ἴδε κατωτ. (Πρβλ. κείω, καιάδας, κέαρνον, Σανσκρ. khâ, khy-âmi (abscindo)· ἀλλὰ τὸ Λατ. sci-o, de-scisco, scindo, δεικνύει ὅτι ἡ πρώτη [[ῥίζα]] ἦτο SKE ἢ SKA, πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σχίζω]], ὃ ἴδε). Σχίζω (ὁ Ἡσύχ. [[διασχίζω]], κτλ.), [[κόπτω]], κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Ὀδ. Ξ. 418· κέασαν ξύλα Υ. 161· πρβλ. Ἱππ. 658. 14, κτλ.· ἐπὶ κεραυνοῦ, [[συντρίβω]], κατασυντρίβω, νῆα... κεραυνῷ [[Ζεὺς]] ἔλσας ἐκέασε Ὀδ. Ε. 132, Η. 250· ἐπὶ δόρατος, κέασσε δὲ ὀστέα λευκὰ Ἰλ. ΙΙ. 347, [[ὅπερ]] ἐν Υ. 398, εἶπεν, αἰχμὴ ἱεμένη ῥῆξ’ [[ὀστέον]]·- κεφαλὴ [[ἄνδιχα]] πᾶσα κεάσθη, εἰς δύο ἐκόπη, ΙΙ. 412, Υ. 387· οὐρανὸς... κεκεασμένος εὐρέϊ κύκλῳ Ἄρατ. 475. 2) [[κοπανίζω]], [[κατατρίβω]], Νικ. Θηρ. 644.
|lstext='''κεάζω''': Ἐπικ. μέλλ. κεάσσω, Ὀρφ. Ἀργ. 852: ἀόρ. κέᾰσα, κέασσα, ἐκέασσα, Ὁμ.- Παθ., ἀόρ. κεάσθην Ἰλ.: παθ. πρκμ. κεκεασμένος, ἴδε κατωτ. (Πρβλ. κείω, καιάδας, κέαρνον, Σανσκρ. khâ, khy-âmi (abscindo)· ἀλλὰ τὸ Λατ. sci-o, de-scisco, scindo, δεικνύει ὅτι ἡ πρώτη [[ῥίζα]] ἦτο SKE ἢ SKA, πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σχίζω]], ὃ ἴδε). Σχίζω (ὁ Ἡσύχ. [[διασχίζω]], κτλ.), [[κόπτω]], κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Ὀδ. Ξ. 418· κέασαν ξύλα Υ. 161· πρβλ. Ἱππ. 658. 14, κτλ.· ἐπὶ κεραυνοῦ, [[συντρίβω]], κατασυντρίβω, νῆα... κεραυνῷ [[Ζεὺς]] ἔλσας ἐκέασε Ὀδ. Ε. 132, Η. 250· ἐπὶ δόρατος, κέασσε δὲ ὀστέα λευκὰ Ἰλ. ΙΙ. 347, [[ὅπερ]] ἐν Υ. 398, εἶπεν, αἰχμὴ ἱεμένη ῥῆξ’ [[ὀστέον]]·- κεφαλὴ [[ἄνδιχα]] πᾶσα κεάσθη, εἰς δύο ἐκόπη, ΙΙ. 412, Υ. 387· οὐρανὸς... κεκεασμένος εὐρέϊ κύκλῳ Ἄρατ. 475. 2) [[κοπανίζω]], [[κατατρίβω]], Νικ. Θηρ. 644.
}}
{{bailly
|btext=fendre en éclats.<br />'''Étymologie:''' [[κείω]]².
}}
}}