3,274,216
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσκέω''': μέλλ. -ήσω, [[κατεργάζομαι]] ἀκατέργαστον ὑλικόν, εἴρια, κέρατα Ἰλ. Γ. 388· κατασκεάζω τι περιέργως [[μετὰ]] τέχνης, ἐπεξεργάζομαί τι τεχνηέντως, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν Ἰλ. Ψ. 743· ἑρμῖν’ ἀσκήσας, κλινόποδα κατασκευάσας, Ὀδ. Ψ. 198· πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, διπλώσασα καὶ διευθετήσασα, Α. 439· ἅρμα… χρυσῷ… εὖ ἤσκηται, [[εἶναι]] [[καλῶς]] ἐπεξειργασμένον, κεκοσμημένον διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Κ. 438· χορὸν ἤσκησεν (ἴδε τὴν λέξ. χορὸς) σ. 592: - συχνὰ προστίθεται εἰς ῥήματα κατὰ μετοχ. ἀορίστου: [[[θρόνον]]] τεύξει ἀσκήσας, θὰ κατασκευάσῃ [[θρόνον]] [[μετὰ]] τέχνης. Ξ. 240· [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περιχεῦεν ἀσκήσας Ὀδ. Γ. 437· [ἑανὸν] ἔξυσ’ ἀσκήσασα Ἰλ. Ξ. 178, πρβλ. Δ. 110. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἐνδύω]] ἐπιμελῶς, [[στολίζω]], κοσμῶ, [[παρασκευάζω]], ἀσκεῖν τινα κόσμῳ Ἡρόδ. 3. 1· ἀσκεῖν εἰς [[κάλλος]] Εὐρ. Ἠλ. 1073· [[δέμας]] Εὐρ. Τρῳ. 1023: - [[συχν]]. ἐν τῷ παθ., πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη Αἰσχύλ. Πέρσ. 182 (ἴδε Γλωσσ. Blomf.)· οὐ χλιδαῖς ἠσκημένος Σοφ. Ἠλ. 452· [[οὕτως]] ἐπὶ οἰκοδομῶν, παστὰς ἠσκημένη στύλοις Ἡρόδ. 2. 169· Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα ὁ αὐτ. 3. 57· ἀπολ., [[οἴκημα]] ἠσκημένον ὁ αὐτ. 2. 130· ἀλλ’ οὐκ Ὀρέστου (ἐνν. [[σῶμα]] βαστάζεις), πλὴν λόγῳ ἠσκημένον, λόγῳ πεπλασμένον, Σοφ. Ἠλ. 1217· Μέσ., [[προὔργου]] δ’ ἐς ἀλκὴν σῶμ’ ὅπλοις ἠσκήσατο, ἐγκαίρως δ’ ἐκόσμισε δι’ ὅπλων εἰς τὸ [[ἴδιον]] [[σῶμα]], ἢ ἐγύμνασεν αὐτὸ ἐγκαίρως εἰς τὰ ὅπλα, Εὐρ. Ἑλ. 1379, πρβλ. Ἄλκ. 161. 3) παρὰ Πινδ., τιμῶ θεότητά τινα, [[σέβομαι]], [[λατρεύω]] αὐτήν, Λατ. colere, δαίμονα ἀσκ. θεραπεύων Π. 3, 193· ἀσκεῖται [[θέμις]] ὁ αὐτ. Ο. 8. 29. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττ., ἔν τε τῇ κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐξασκῶ, [[γυμνάζω]], [[παιδεύω]], Λατ. exerecere, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀθλητικῶν, ἀσκήσεων καὶ τῶν τοιούτων: Συντάσσεται δέ, 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀσκουμένου προσώπου ἢ πράγματος, ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ἀριστοφ. Πλ. 47· ἀσκεῖν τὸ [[σῶμα]] εἰς ἢ [[πρός]] τι, εἴς τι ἢ [[πρός]] τινα σκοπόν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 20, Ἀπομν. 1. 2, 19· ἐχθρὸν ἐφ’ ἡμᾶς αὐτοὺς τηλικοῦτον ἠσκήκαμεν Δημ. 36. 13: - Παθ., σώματα εὖ ἠσκημένα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 41· ἀσκεῖσθαί τι [[αὐτόθι]] 2. 1, 24· ἀσκεῖσθαι λέγειν Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 4· τὴν κυνικὴν ἄσκησιν ὁ αὐτ. Τόξ. 27· τινι, ἔν τινι Δίων Κ. 45. 2., 60, 2· [[πρός]] τι Διόδ. 2. 54: - παρ’ Ἐκκλ., ἀσκῶ εἰς σκληραγωγίαν τὸ [[σῶμα]], ἀπονεκρῶ τὰ [[πάθη]]. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀσκουμένου πράγματος, ἀσκ. τέχνην πεντάεθλον Ἡρόδ. 3. 125., 9. 33· μανθάνειν καὶ ἀσκ. τι Πλάτ. Γοργ. 509Ε· ἀ. [[παγκράτιον]], [[στάδιον]], κτλ. ὁ αὐτ. Νόμ. 795Β, Θεάγ. 128Ε· ἠσκημέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 34: - [[συχν]]. μεταφ., ἀσκ. τὴν ἀλήθειαν, τὴν δικαιοσύνην Ἡρόδ. 7. 209., 1. 96· δίκαια Σοφ. Ο. Κ. 913· ἀρετὴν Εὐρ. Ἀποσπ. 219. Πλάτ.· κακότητα Αἰσχύλ. Πρ. 1066, πρβλ. Σοφ. Τρ. 384· ἀσέβειαν Εὐρ. Βάκχ. 476· λαλιὰν Ἀριστοφ. Νεφ. 931, πρβλ. Blomf. Αἰσχύλ. Πρ. 1102· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., ἀσκ. αὐτὸν τὰ πολεμικὰ Ξεν. Κύρ. 8. 6, 10. 3) μετ’ ἀπαρεμ., ἄσκει τοιαύτη… μένειν, προσπάθει νὰ μένῃς τοιαύτη…, Σοφ. Ἠλ. 1024· οὕτω, λέγειν ἠσκηκότες ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 865· ἀσκ. γαστρὸς κρείττους [[εἶναι]], τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 45., 5. 5. 12· ἤσκει δὲ ἐξομιλεῖν μὲν παντοδαποῖς, χρῆσθαι δὲ τοῖς ἀγαθοῖς, συνείθιζε δὲ νὰ συναναστρέφηται μὲν [[μετὰ]] πανταδοπῶν ἀνθρώπων, νὰ ἔχῃ δὲ φίλους τοὺς ἀγαθούς, ὁ αὐτ. Ἀγησίλ. 11. 4. 4) ἀπολ. ἀσκοῦμαι, ἐκπαιδεύομαι, προσπαθῶ, [[κοπιάζω]], Πλάτ. Πολ. 389C· οἱ ἀσκέοντες, οἱ ἀσκούμενοι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 384, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 29· [[περί]] τι Πολύβ. 9. 20, 9. - Πρβλ. [[ἀσκητός]], ἀσκητέον. | |lstext='''ἀσκέω''': μέλλ. -ήσω, [[κατεργάζομαι]] ἀκατέργαστον ὑλικόν, εἴρια, κέρατα Ἰλ. Γ. 388· κατασκεάζω τι περιέργως [[μετὰ]] τέχνης, ἐπεξεργάζομαί τι τεχνηέντως, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν Ἰλ. Ψ. 743· ἑρμῖν’ ἀσκήσας, κλινόποδα κατασκευάσας, Ὀδ. Ψ. 198· πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, διπλώσασα καὶ διευθετήσασα, Α. 439· ἅρμα… χρυσῷ… εὖ ἤσκηται, [[εἶναι]] [[καλῶς]] ἐπεξειργασμένον, κεκοσμημένον διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Κ. 438· χορὸν ἤσκησεν (ἴδε τὴν λέξ. χορὸς) σ. 592: - συχνὰ προστίθεται εἰς ῥήματα κατὰ μετοχ. ἀορίστου: [[[θρόνον]]] τεύξει ἀσκήσας, θὰ κατασκευάσῃ [[θρόνον]] [[μετὰ]] τέχνης. Ξ. 240· [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περιχεῦεν ἀσκήσας Ὀδ. Γ. 437· [ἑανὸν] ἔξυσ’ ἀσκήσασα Ἰλ. Ξ. 178, πρβλ. Δ. 110. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἐνδύω]] ἐπιμελῶς, [[στολίζω]], κοσμῶ, [[παρασκευάζω]], ἀσκεῖν τινα κόσμῳ Ἡρόδ. 3. 1· ἀσκεῖν εἰς [[κάλλος]] Εὐρ. Ἠλ. 1073· [[δέμας]] Εὐρ. Τρῳ. 1023: - [[συχν]]. ἐν τῷ παθ., πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη Αἰσχύλ. Πέρσ. 182 (ἴδε Γλωσσ. Blomf.)· οὐ χλιδαῖς ἠσκημένος Σοφ. Ἠλ. 452· [[οὕτως]] ἐπὶ οἰκοδομῶν, παστὰς ἠσκημένη στύλοις Ἡρόδ. 2. 169· Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα ὁ αὐτ. 3. 57· ἀπολ., [[οἴκημα]] ἠσκημένον ὁ αὐτ. 2. 130· ἀλλ’ οὐκ Ὀρέστου (ἐνν. [[σῶμα]] βαστάζεις), πλὴν λόγῳ ἠσκημένον, λόγῳ πεπλασμένον, Σοφ. Ἠλ. 1217· Μέσ., [[προὔργου]] δ’ ἐς ἀλκὴν σῶμ’ ὅπλοις ἠσκήσατο, ἐγκαίρως δ’ ἐκόσμισε δι’ ὅπλων εἰς τὸ [[ἴδιον]] [[σῶμα]], ἢ ἐγύμνασεν αὐτὸ ἐγκαίρως εἰς τὰ ὅπλα, Εὐρ. Ἑλ. 1379, πρβλ. Ἄλκ. 161. 3) παρὰ Πινδ., τιμῶ θεότητά τινα, [[σέβομαι]], [[λατρεύω]] αὐτήν, Λατ. colere, δαίμονα ἀσκ. θεραπεύων Π. 3, 193· ἀσκεῖται [[θέμις]] ὁ αὐτ. Ο. 8. 29. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττ., ἔν τε τῇ κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐξασκῶ, [[γυμνάζω]], [[παιδεύω]], Λατ. exerecere, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀθλητικῶν, ἀσκήσεων καὶ τῶν τοιούτων: Συντάσσεται δέ, 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀσκουμένου προσώπου ἢ πράγματος, ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ἀριστοφ. Πλ. 47· ἀσκεῖν τὸ [[σῶμα]] εἰς ἢ [[πρός]] τι, εἴς τι ἢ [[πρός]] τινα σκοπόν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 20, Ἀπομν. 1. 2, 19· ἐχθρὸν ἐφ’ ἡμᾶς αὐτοὺς τηλικοῦτον ἠσκήκαμεν Δημ. 36. 13: - Παθ., σώματα εὖ ἠσκημένα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 41· ἀσκεῖσθαί τι [[αὐτόθι]] 2. 1, 24· ἀσκεῖσθαι λέγειν Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 4· τὴν κυνικὴν ἄσκησιν ὁ αὐτ. Τόξ. 27· τινι, ἔν τινι Δίων Κ. 45. 2., 60, 2· [[πρός]] τι Διόδ. 2. 54: - παρ’ Ἐκκλ., ἀσκῶ εἰς σκληραγωγίαν τὸ [[σῶμα]], ἀπονεκρῶ τὰ [[πάθη]]. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀσκουμένου πράγματος, ἀσκ. τέχνην πεντάεθλον Ἡρόδ. 3. 125., 9. 33· μανθάνειν καὶ ἀσκ. τι Πλάτ. Γοργ. 509Ε· ἀ. [[παγκράτιον]], [[στάδιον]], κτλ. ὁ αὐτ. Νόμ. 795Β, Θεάγ. 128Ε· ἠσκημέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 34: - [[συχν]]. μεταφ., ἀσκ. τὴν ἀλήθειαν, τὴν δικαιοσύνην Ἡρόδ. 7. 209., 1. 96· δίκαια Σοφ. Ο. Κ. 913· ἀρετὴν Εὐρ. Ἀποσπ. 219. Πλάτ.· κακότητα Αἰσχύλ. Πρ. 1066, πρβλ. Σοφ. Τρ. 384· ἀσέβειαν Εὐρ. Βάκχ. 476· λαλιὰν Ἀριστοφ. Νεφ. 931, πρβλ. Blomf. Αἰσχύλ. Πρ. 1102· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., ἀσκ. αὐτὸν τὰ πολεμικὰ Ξεν. Κύρ. 8. 6, 10. 3) μετ’ ἀπαρεμ., ἄσκει τοιαύτη… μένειν, προσπάθει νὰ μένῃς τοιαύτη…, Σοφ. Ἠλ. 1024· οὕτω, λέγειν ἠσκηκότες ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 865· ἀσκ. γαστρὸς κρείττους [[εἶναι]], τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 45., 5. 5. 12· ἤσκει δὲ ἐξομιλεῖν μὲν παντοδαποῖς, χρῆσθαι δὲ τοῖς ἀγαθοῖς, συνείθιζε δὲ νὰ συναναστρέφηται μὲν [[μετὰ]] πανταδοπῶν ἀνθρώπων, νὰ ἔχῃ δὲ φίλους τοὺς ἀγαθούς, ὁ αὐτ. Ἀγησίλ. 11. 4. 4) ἀπολ. ἀσκοῦμαι, ἐκπαιδεύομαι, προσπαθῶ, [[κοπιάζω]], Πλάτ. Πολ. 389C· οἱ ἀσκέοντες, οἱ ἀσκούμενοι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 384, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 29· [[περί]] τι Πολύβ. 9. 20, 9. - Πρβλ. [[ἀσκητός]], ἀσκητέον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἤσκουν, <i>f.</i> ἀσκήσω, <i>ao.</i> ἤσκησα, <i>pf.</i> ἄσκηκα;<br /><i>Pass. f.</i> ἀσκηθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠσκήθην]], <i>pf.</i> [[ἤσκημαι]];<br /><b>I.</b> travailler des matériaux bruts, façonner : εἴρια IL travailler de la laine ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> travailler avec art : ἀργύρεον κρητῆρα IL fabriquer une coupe d’argent ; [[ἅρμα]] χρυσῷ [[τε]] καὶ ἀργύρῳ IL rehausser un char d’or et d’argent;<br /><b>2</b> disposer avec art, avec goût : χορόν IL un chœur de danse ; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα OD ayant plié et lissé la tunique;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> parer, orner : τινα κόσμῳ HDT parer qqn ; ἠσκημένη πέπλοις ESCHL parée d’un péplum ; [[οἴκημα]] ἠσκημένον HDT maison magnifiquement ornée;<br /><b>4</b> équiper : ναυσὶν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι EUR munis de vaisseaux, de boucliers;<br /><b>II.</b> assouplir par l’exercice, exercer : τὸ [[σῶμα]] [[πρός]] [[τι]] XÉN, [[εἴς]] [[τι]] XÉN façonner le corps à qqe habitude ; pratiquer, mettre en pratique, s’exercer à, s’appliquer à : τέχνην HDT, [[πεντάεθλον]] HDT s’exercer à un art, à l’épreuve du pentathle ; <i>fig.</i> δικαιοσύνην HDT, τὰ δίκαια SOPH pratiquer la justice ; avec l’inf. s’exercer à faire qch ; <i>abs.</i> s’habituer aux exercices gymnastiques ; <i>avec double rég.</i> : ἀ. τινά [[τι]] XÉN exercer qqn à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀσκέομαι-οῦμαι (<i>f.</i> ἀσκήσομαι, <i>ao.</i> ἠσκησάμην) s’exercer à, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG ? | |||
}} | }} |