Anonymous

ὑπερπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερπίπτω''': [[πίπτω]], ῥέω [[ἄνωθεν]], ἐπὶ ὕδατος, «τὸ προσγιγνόμενον καὶ πλεονάζον ([[ὕδωρ]]) ὑπερπῖπτον ἀπορρεῖν» Πολύβ. 4. 39, 8· [[προέχω]], [[ἐξέχω]], εἰς... Στράβ. 95, 127 2) [[πίπτω]] ἐπέκεινά τινος, τῆς χώρας Ἀριστ. Προβλ. 26. 44· ἐπὶ βελῶν ἢ ἀκοντίων, Αἰν. Τακτ. 32, Ἀρχ. Μαθημ. 141. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], «περνῶ», ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Ἡρόδ. 3. 71, πρβλ. Ἱππ. 648. 13.
|lstext='''ὑπερπίπτω''': [[πίπτω]], ῥέω [[ἄνωθεν]], ἐπὶ ὕδατος, «τὸ προσγιγνόμενον καὶ πλεονάζον ([[ὕδωρ]]) ὑπερπῖπτον ἀπορρεῖν» Πολύβ. 4. 39, 8· [[προέχω]], [[ἐξέχω]], εἰς... Στράβ. 95, 127 2) [[πίπτω]] ἐπέκεινά τινος, τῆς χώρας Ἀριστ. Προβλ. 26. 44· ἐπὶ βελῶν ἢ ἀκοντίων, Αἰν. Τακτ. 32, Ἀρχ. Μαθημ. 141. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], «περνῶ», ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Ἡρόδ. 3. 71, πρβλ. Ἱππ. 648. 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> ὑπερέπεσον, <i>etc.</i><br />passer, s’écouler.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πίπτω]].
}}
}}