3,277,286
edits
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερπίπτω''': [[πίπτω]], ῥέω [[ἄνωθεν]], ἐπὶ ὕδατος, «τὸ προσγιγνόμενον καὶ πλεονάζον ([[ὕδωρ]]) ὑπερπῖπτον ἀπορρεῖν» Πολύβ. 4. 39, 8· [[προέχω]], [[ἐξέχω]], εἰς... Στράβ. 95, 127 2) [[πίπτω]] ἐπέκεινά τινος, τῆς χώρας Ἀριστ. Προβλ. 26. 44· ἐπὶ βελῶν ἢ ἀκοντίων, Αἰν. Τακτ. 32, Ἀρχ. Μαθημ. 141. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], «περνῶ», ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Ἡρόδ. 3. 71, πρβλ. Ἱππ. 648. 13. | |lstext='''ὑπερπίπτω''': [[πίπτω]], ῥέω [[ἄνωθεν]], ἐπὶ ὕδατος, «τὸ προσγιγνόμενον καὶ πλεονάζον ([[ὕδωρ]]) ὑπερπῖπτον ἀπορρεῖν» Πολύβ. 4. 39, 8· [[προέχω]], [[ἐξέχω]], εἰς... Στράβ. 95, 127 2) [[πίπτω]] ἐπέκεινά τινος, τῆς χώρας Ἀριστ. Προβλ. 26. 44· ἐπὶ βελῶν ἢ ἀκοντίων, Αἰν. Τακτ. 32, Ἀρχ. Μαθημ. 141. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], «περνῶ», ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Ἡρόδ. 3. 71, πρβλ. Ἱππ. 648. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπερπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> ὑπερέπεσον, <i>etc.</i><br />passer, s’écouler.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πίπτω]]. | |||
}} | }} |