ὑπερπίπτω

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπίπτω Medium diacritics: ὑπερπίπτω Low diacritics: υπερπίπτω Capitals: ΥΠΕΡΠΙΠΤΩ
Transliteration A: hyperpíptō Transliteration B: hyperpiptō Transliteration C: yperpipto Beta Code: u(perpi/ptw

English (LSJ)

A fall over, run over, of water, Plb.4.39.8; run over, project, τῶν τροπικῶν εἰς.. Str.2.2.2, cf. 2.5.27; fall over the edge, roll off, Arr.Tact.11.6.
2 fall beyond a point, pass over, [ὁ νότος] ὑ. [τῆς Αἰγύπτου] Arist.Pr.945a25; ὄρεα ὑπερπίπτοντα [πνεύματα] winds which pass over mountains, Hp.Vict.2.38; of missiles, Aen. Tact.32.9; of a badly adjusted νευρά in a torsion-engine, ἤτοι ὑπελεύσεται τὸν λίθον ἢ ὑπερπεσεῖται αὐτόν will slip over the top of the projectile, Hero Bel.112.
3 of a number, exceed, Vett.Val.352.13; also τὸν -πίπτοντα ἄρσενα the excess of males, PTeb701.45 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.327.46,569.131 (iii B.C.).
II of time, to be past, gone by, ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Hdt.3.71, cf. Hp.Mul.2.133; but ὁ -πεσὼν χρόνος overtime for which interest is due, PPetr. 3p.160 (iii B.C.), PAmh.2.50.19 (ii B.C.), POxy.1040.25 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1201] (s. πίπτω), darüber od. darauf fallen, darüber hinausfallen, -gehen, von Pfeilen od. Spießen, die übers Ziel fliegen, dah. auch übertreffen, Sp. Vgl. Pol. 4, 39, 8. – Von der Zeit, vorbeigehen, ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Her. 3, 71; Hippocr.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερπεσοῦμαι, ao.2 ὑπερέπεσον, etc.
passer, s'écouler.
Étymologie: ὑπέρ, πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπίπτω:
1 выпадать через край, (о реках) разливаться olyb.;
2 проходить, миновать (τῆς Αἰγύπτου Arst.): ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Her. если будет упущен нынешний день.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπίπτω: πίπτω, ῥέω ἄνωθεν, ἐπὶ ὕδατος, «τὸ προσγιγνόμενον καὶ πλεονάζον (ὕδωρ) ὑπερπῖπτον ἀπορρεῖν» Πολύβ. 4. 39, 8· προέχω, ἐξέχω, εἰς... Στράβ. 95, 127 2) πίπτω ἐπέκεινά τινος, τῆς χώρας Ἀριστ. Προβλ. 26. 44· ἐπὶ βελῶν ἢ ἀκοντίων, Αἰν. Τακτ. 32, Ἀρχ. Μαθημ. 141. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, «περνῶ», ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Ἡρόδ. 3. 71, πρβλ. Ἱππ. 648. 13.

Greek Monolingual

Α πίπτω
1. (για νερό) πέφτω από ψηλά
2. (για βέλη ή ακόντια) διέρχομαι πάνω από κάτι και πέφτω πέρα από αυτό
3. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ
4. εξέχω.

Greek Monotonic

ὑπερπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
I. πέφτω από πάνω, περνώ πάνω από, χύνομαι πάνω από, επιρρίπτω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω, σε Στράβ.
II. λέγεται για χρόνο, παρέρχομαι, περνώ, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
I. to fall over, run over, project, Strab.
II. of time, to be past, gone by, Hdt.