Anonymous

νύσσα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νύσσα''': -ης, -ἡ, ([[νύσσω]]) ὡς τὸ Λατ. meta, [[ὄνομα]] δύο στηλῶν ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ (ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ.). 1) ἡ [[στήλη]] περὶ ἣν τὰ ἅρματα ἐστρέφοντο κατερχόμενα διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ ἱπποδρόμου καὶ ὑπέστρεφον διὰ τοῦ ἀριστεροῦ (πρβλ. [[καμπτήρ]]), Ἰλ. Ψ. 332, 344· καὶ ὁ μὲν πλησιέστατος [[ἵππος]] ἔκαμπτεν ἐγγύτατα τῆς νύσσης, [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]], ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι (Ψ. 338), ὁ δὲ ἔξω [[ἵππος]] ἐποίει μεγαλείτερον κύκλον, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4. 6. 2) ἡ ἐν τῷ ἑτέρῳ ἄκρῳ [[στήλη]], ἐξ ἧς ἐξώρμων καὶ ἥτις ἧτο τὸ [[σημεῖον]] τῆς νικηφόρου ὑποστροφῆς (πρβλ. [[ἄφεσις]], [[βαλβίς]]), τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο [[δρόμος]] Ἰλ. Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· μεταφορ., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Ὀππ. Ἁλ. 3. 11. ΙΙ. [[καθόλου]], [[μεσότοιχον]] [[διάφραγμα]], Βίων 7. 31.
|lstext='''νύσσα''': -ης, -ἡ, ([[νύσσω]]) ὡς τὸ Λατ. meta, [[ὄνομα]] δύο στηλῶν ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ (ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ.). 1) ἡ [[στήλη]] περὶ ἣν τὰ ἅρματα ἐστρέφοντο κατερχόμενα διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ ἱπποδρόμου καὶ ὑπέστρεφον διὰ τοῦ ἀριστεροῦ (πρβλ. [[καμπτήρ]]), Ἰλ. Ψ. 332, 344· καὶ ὁ μὲν πλησιέστατος [[ἵππος]] ἔκαμπτεν ἐγγύτατα τῆς νύσσης, [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]], ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι (Ψ. 338), ὁ δὲ ἔξω [[ἵππος]] ἐποίει μεγαλείτερον κύκλον, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4. 6. 2) ἡ ἐν τῷ ἑτέρῳ ἄκρῳ [[στήλη]], ἐξ ἧς ἐξώρμων καὶ ἥτις ἧτο τὸ [[σημεῖον]] τῆς νικηφόρου ὑποστροφῆς (πρβλ. [[ἄφεσις]], [[βαλβίς]]), τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο [[δρόμος]] Ἰλ. Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· μεταφορ., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Ὀππ. Ἁλ. 3. 11. ΙΙ. [[καθόλου]], [[μεσότοιχον]] [[διάφραγμα]], Βίων 7. 31.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />borne à l’extrémité de la carrière et que l’on tournait pour revenir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[νύσσω]], « la chose où l’on butte ».
}}
}}