3,273,095
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχολαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ [[σχολαστικός]]; , ὁ [[ἄνευ]] ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. [[ὄχλος]] ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22. | |lstext='''σχολαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ [[σχολαστικός]]; , ὁ [[ἄνευ]] ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. [[ὄχλος]] ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />oisif, désœuvré ; <i>adj.</i> σχολαστὴς [[βίος]] PLUT vie oisive.<br />'''Étymologie:''' [[σχολάζω]]. | |||
}} | }} |