σχολαστής

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολαστής Medium diacritics: σχολαστής Low diacritics: σχολαστής Capitals: ΣΧΟΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: scholastḗs Transliteration B: scholastēs Transliteration C: scholastis Beta Code: sxolasth/s

English (LSJ)

σχολαστοῦ, ὁ,
A one who lives at ease, man of leisure, Com.Adesp.119, LXX Ex.5.17, Plu.Brut.3.
II as adjective, leisurely, idle, βίος Id.Cic.3,2.135b; ἀργὸς καὶ σ. ὄχλος Id.Sol.22.

German (Pape)

[Seite 1058] ὁ, müßig, untätig, βίος, Plut., ὄχλος Sol. 22.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
oisif, désœuvré ; adj. σχολαστὴς βίος PLUT vie oisive.
Étymologie: σχολάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχολαστής -οῦ, ὁ [σχολάζω] iem. die over vrije tijd kan beschikken. nietsnut. Plut. Sol. 22.3. die zijn tijd aan studie besteedt, kamergeleerde. Plut. Cic. 3.3.

Russian (Dvoretsky)

σχολαστής: οῦ adj. m
1 праздный (βίος Plut.);
2 преданный научным или литературным занятиям Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ σχολαστικός;, ὁ ἄνευ ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, βίος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. ὄχλος ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22.

Greek Monolingual

-οῦ, ὁ, Α σχολάζω
1. τεμπέλης
2. ως επίθ. τεμπέλικος («σχολαστὴς βίος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

σχολαστής: -οῦ, ὁ (σχολάζω),
I. αυτός που περνάει τη ζωή του στη σχόλη, που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.
II. ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με τίποτε, που βρίσκεται σε απραξία, άεργος, αδρανής· βίος, στον ίδ.

Middle Liddell

σχολαστής, οῦ, ὁ, σχολάζω
I. one who lives at ease, Plut.
II. as adj. leisurely, idle, βίος Plut.