Anonymous

ὥριος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὥριος''': (Α), α, ον, Πινδ. Π. 9. 175, Ὀππ. Ἁλ. 1. 689· ἀλλὰ καὶ ος, ον Ἀνθ. Π. 7. 188., 9. 311· ― ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ὡραῖος]], ὁ παραγόμενος ἐν τῇ προσηκούσῃ ὥρᾳ τοῦ ἔτους, ὥρια πάντα, πάντας τοὺς καρποὺς τῆς ὥρας, Ὀδ. Ι. 131, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, Θεόκρ. 15. 112, Ἀνθ. Π. 9. 329. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἐν καιρῷ τῷ δέοντι γινόμενος, [[ἔγκαιρος]], [[ἐπίκαιρος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 390, 420, 695· ὠδὶς Ὀππ. Ἁλ. 1. 689, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9.311· [[χρόνος]] ὥρ. ἡμῖν [[αὐτόθι]] 10. 100· [[πλόος]] κώπαις ὥρ. Ἄρατ. 154· μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] ὥρα, καιρὸς νά …, Σόλων 25. 9 (ἀλλ’ ὁ Bgk. ἔχει ὡρίου .. γάμου). 2) [[νεαρός]], [[ἄνθος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3435. ΙΙΙ. ὥρια, τά, ἡ [[ἐποχή]], ἡ ὥρα, νόσον ὥρια τίκτει Βίων 3. 13. ― Ὁ ποιητικ. [[οὗτος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 52. ― Ἐπίρρ. ὡρίως, «κατὰ καιρὸν» Σουΐδ.· ἀλλ’ οὐδ. ἑνικ. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., γεράνων ἀγέλαις .. ὥριον ἐρχομέναις Ἄρατ. 1076.
|lstext='''ὥριος''': (Α), α, ον, Πινδ. Π. 9. 175, Ὀππ. Ἁλ. 1. 689· ἀλλὰ καὶ ος, ον Ἀνθ. Π. 7. 188., 9. 311· ― ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ὡραῖος]], ὁ παραγόμενος ἐν τῇ προσηκούσῃ ὥρᾳ τοῦ ἔτους, ὥρια πάντα, πάντας τοὺς καρποὺς τῆς ὥρας, Ὀδ. Ι. 131, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, Θεόκρ. 15. 112, Ἀνθ. Π. 9. 329. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἐν καιρῷ τῷ δέοντι γινόμενος, [[ἔγκαιρος]], [[ἐπίκαιρος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 390, 420, 695· ὠδὶς Ὀππ. Ἁλ. 1. 689, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9.311· [[χρόνος]] ὥρ. ἡμῖν [[αὐτόθι]] 10. 100· [[πλόος]] κώπαις ὥρ. Ἄρατ. 154· μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] ὥρα, καιρὸς νά …, Σόλων 25. 9 (ἀλλ’ ὁ Bgk. ἔχει ὡρίου .. γάμου). 2) [[νεαρός]], [[ἄνθος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3435. ΙΙΙ. ὥρια, τά, ἡ [[ἐποχή]], ἡ ὥρα, νόσον ὥρια τίκτει Βίων 3. 13. ― Ὁ ποιητικ. [[οὗτος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 52. ― Ἐπίρρ. ὡρίως, «κατὰ καιρὸν» Σουΐδ.· ἀλλ’ οὐδ. ἑνικ. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., γεράνων ἀγέλαις .. ὥριον ἐρχομέναις Ἄρατ. 1076.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />qui est dans la saison, de la saison ; ὥρια πάντα OD tous les fruits de la saison.<br />'''Étymologie:''' [[ὥρα]].
}}
}}