Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποκόρισμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκόρισμα''': τό, [[ὄνομα]] θωπευτικόν, «χαϊδευτικόν», ὡς ὁ Δημοσθ. ἔλεγεν ὅτι ἡ ἐπίννησις Βάταλος ἦτο ὑπ. τίτθης, Αἰσχίν. 17 ἐν τέλει. 2) καλὸν [[ὄνομα]] πράγματος κακοῦ, [[παράσιτος]] ἀντὶ [[πολυφάγος]], Ἄλεξ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 2, πρβλ. «Ταραντ.» 3. 5· [[σεισάχθεια]] ἀντὶ χρεῶν [[ἀποκοπή]], Πλούτ. 2. 807D· οὕτω, φυγῆς ὑπ. καὶ [[παρακάλυμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 20. 3) ὑποκοριστικὸς [[τύπος]], Εὐστ. 1540. 54. 4) [[μίμησις]], ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 98. 9, 259 1.
|lstext='''ὑποκόρισμα''': τό, [[ὄνομα]] θωπευτικόν, «χαϊδευτικόν», ὡς ὁ Δημοσθ. ἔλεγεν ὅτι ἡ ἐπίννησις Βάταλος ἦτο ὑπ. τίτθης, Αἰσχίν. 17 ἐν τέλει. 2) καλὸν [[ὄνομα]] πράγματος κακοῦ, [[παράσιτος]] ἀντὶ [[πολυφάγος]], Ἄλεξ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 2, πρβλ. «Ταραντ.» 3. 5· [[σεισάχθεια]] ἀντὶ χρεῶν [[ἀποκοπή]], Πλούτ. 2. 807D· οὕτω, φυγῆς ὑπ. καὶ [[παρακάλυμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 20. 3) ὑποκοριστικὸς [[τύπος]], Εὐστ. 1540. 54. 4) [[μίμησις]], ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 98. 9, 259 1.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> petit nom caressant, terme de tendresse;<br /><b>2</b> terme propre à atténuer une ch. blâmable, expression adoucie.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκορίζω]].
}}
}}