3,242,429
edits
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκόρισμα''': τό, [[ὄνομα]] θωπευτικόν, «χαϊδευτικόν», ὡς ὁ Δημοσθ. ἔλεγεν ὅτι ἡ ἐπίννησις Βάταλος ἦτο ὑπ. τίτθης, Αἰσχίν. 17 ἐν τέλει. 2) καλὸν [[ὄνομα]] πράγματος κακοῦ, [[παράσιτος]] ἀντὶ [[πολυφάγος]], Ἄλεξ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 2, πρβλ. «Ταραντ.» 3. 5· [[σεισάχθεια]] ἀντὶ χρεῶν [[ἀποκοπή]], Πλούτ. 2. 807D· οὕτω, φυγῆς ὑπ. καὶ [[παρακάλυμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 20. 3) ὑποκοριστικὸς [[τύπος]], Εὐστ. 1540. 54. 4) [[μίμησις]], ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 98. 9, 259 1. | |lstext='''ὑποκόρισμα''': τό, [[ὄνομα]] θωπευτικόν, «χαϊδευτικόν», ὡς ὁ Δημοσθ. ἔλεγεν ὅτι ἡ ἐπίννησις Βάταλος ἦτο ὑπ. τίτθης, Αἰσχίν. 17 ἐν τέλει. 2) καλὸν [[ὄνομα]] πράγματος κακοῦ, [[παράσιτος]] ἀντὶ [[πολυφάγος]], Ἄλεξ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 2, πρβλ. «Ταραντ.» 3. 5· [[σεισάχθεια]] ἀντὶ χρεῶν [[ἀποκοπή]], Πλούτ. 2. 807D· οὕτω, φυγῆς ὑπ. καὶ [[παρακάλυμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 20. 3) ὑποκοριστικὸς [[τύπος]], Εὐστ. 1540. 54. 4) [[μίμησις]], ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 98. 9, 259 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> petit nom caressant, terme de tendresse;<br /><b>2</b> terme propre à atténuer une ch. blâmable, expression adoucie.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκορίζω]]. | |||
}} | }} |