Anonymous

λίστρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίστρον''': τό, (ἴδε λίς, ἡ) [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξομάλυνσιν ἢ ἐπιπέδωσιν, [[σκαπάνη]], [[εἶδος]] πτύου σιδηροῦ, Ὀδ. Χ. 455, Μόσχ. 4. 101, Λυκόφρ. 1348· παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] λίστρος, ὁ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 29, Ἐτυμολ. Μέγ. 587. 43· ― ὑποκορ. λιστρίον (γράφεται καὶ λίστριον), τό, = [[κοχλιάριον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 639, Ἡσύχ. Α. Β. 51, 9, [[Πολυδ]]. ϛ΄, 89. ― Ἐντεῦθεν λιστρεύω, [[κυρίως]] [[περισκάπτω]], φυτὸν λ., [[σκάπτω]] [[περί]] τι [[φυτόν]], Ὀδ. Ω. 227· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. [[ὡσαύτως]] λιστραίνω· παρ’ Εὐστ. 1229. 26, λιστρόω· [[ὁπόθεν]] ῥηματ. ἐπίθετ. λιστρωτός, Νικ. Θηρ. 29.
|lstext='''λίστρον''': τό, (ἴδε λίς, ἡ) [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξομάλυνσιν ἢ ἐπιπέδωσιν, [[σκαπάνη]], [[εἶδος]] πτύου σιδηροῦ, Ὀδ. Χ. 455, Μόσχ. 4. 101, Λυκόφρ. 1348· παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] λίστρος, ὁ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 29, Ἐτυμολ. Μέγ. 587. 43· ― ὑποκορ. λιστρίον (γράφεται καὶ λίστριον), τό, = [[κοχλιάριον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 639, Ἡσύχ. Α. Β. 51, 9, [[Πολυδ]]. ϛ΄, 89. ― Ἐντεῦθεν λιστρεύω, [[κυρίως]] [[περισκάπτω]], φυτὸν λ., [[σκάπτω]] [[περί]] τι [[φυτόν]], Ὀδ. Ω. 227· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. [[ὡσαύτως]] λιστραίνω· παρ’ Εὐστ. 1229. 26, λιστρόω· [[ὁπόθεν]] ῥηματ. ἐπίθετ. λιστρωτός, Νικ. Θηρ. 29.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> instrument de jardinier :<br /><b>1</b> bêche <i>ou</i> hoyau;<br /><b>2</b> batte <i>ou</i> pelle;<br /><b>II.</b> cuiller.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}