Anonymous

κνέφας: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνέφας''': γνόφος, [[δνόφος]] φαίνονται ὄντες τύποι διάφοροι μόνον κατὰ διάλεκτον ἢ προφοράν, Βουττμ. Λεξιλ., ἴδε κελαινὸς 9, Curt. Gr. Et. σελ. 657 κἑξ.)
|lstext='''κνέφας''': γνόφος, [[δνόφος]] φαίνονται ὄντες τύποι διάφοροι μόνον κατὰ διάλεκτον ἢ προφοράν, Βουττμ. Λεξιλ., ἴδε κελαινὸς 9, Curt. Gr. Et. σελ. 657 κἑξ.)
}}
{{bailly
|btext=κνέφους (τό) :<br /><i>dat.</i> κνέφαϊ, <i>par contr.</i> κνέφᾳ;<br /><b>1</b> crépuscule du soir;<br /><b>2</b> crépuscule du matin;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> obscurité.<br />'''Étymologie:''' Deux thèmes : th. κνεφατ-, &gt; dat. κνέφαϊ, par contr. κνέφᾳ ; th. κνεφε-, &gt; gén. κνέφεος-ους.
}}
}}