3,277,220
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνέφας''': γνόφος, [[δνόφος]] φαίνονται ὄντες τύποι διάφοροι μόνον κατὰ διάλεκτον ἢ προφοράν, Βουττμ. Λεξιλ., ἴδε κελαινὸς 9, Curt. Gr. Et. σελ. 657 κἑξ.) | |lstext='''κνέφας''': γνόφος, [[δνόφος]] φαίνονται ὄντες τύποι διάφοροι μόνον κατὰ διάλεκτον ἢ προφοράν, Βουττμ. Λεξιλ., ἴδε κελαινὸς 9, Curt. Gr. Et. σελ. 657 κἑξ.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=κνέφους (τό) :<br /><i>dat.</i> κνέφαϊ, <i>par contr.</i> κνέφᾳ;<br /><b>1</b> crépuscule du soir;<br /><b>2</b> crépuscule du matin;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> obscurité.<br />'''Étymologie:''' Deux thèmes : th. κνεφατ-, > dat. κνέφαϊ, par contr. κνέφᾳ ; th. κνεφε-, > gén. κνέφεος-ους. | |||
}} | }} |