Anonymous

ὀχετός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχετός''': ὁ, ([[ὄχος]], [[ὀχέω]]) [[μέσον]] πρὸς μεταφορὰν ὕδατος, σωλὴν πρὸς μετάγγισιν ὕδατος, πεποιημένος ἐκ δέρματος, Ἡρόδ. 3. 9· ὅτε δὲ τὸ [[ὕδωρ]] διωχετεύετο ὑπογείως πιθανῶς ἐκ μετάλλου. Θουκ. 6. 100, Πλάτ. Φαίδων 112C, κτλ.· [[σωλήν]], [[ἀγωγός]], [[ὑδραγωγεῖον]], Ἀριστ. Πολιτ. 5. 3, 16, κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀχετός]], [[σωλήν]], [[ἀγωγός]], [[ῥύαξ]]. [[ὕδωρ]]. [[ὑδραγωγεῖον]]». 2) ἐν τῇ ἀνατομικῇ, τῆς ἀρτηρίας ὀχετοί, αἱ ἀρτηρίαι αἱ φέρουσαι εἰς τοὺς πνεύμονας, Πλάτ. Τίμ. 70C· οἱ τοῦ αἵματος, ὀχ. [[Πολυδ]]. Β΄, 217· ἐπὶ τῶν οὐρητικῶν καὶ ἐντοσθιδίων ἀγωγῶν, Ἱππ. 816Β, 817Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6· ἐπὶ τῶν πόρων τοῦ δέρματος, Ἱππ. 1174Η. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ῥύακες, Πινδ. Ο. 5. 29, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 8809, Ι. Α. 767. ΙΙΙ. μεταφορ., βαθὺς ὀχ. ἄτας Πινδ. Ο. 10 (11). 46· ὀχετὸν παρεκτρέπειν, παρασκευάζειν πλάγιον [[μέσον]] ἐκφυγῆς, Εὐρ. Ἱκετ. 1111· ὀχετοὶ βοτρύων Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 8, πρβλ Τελεκλείδην ἐν «Ἀμφικτύοσιν» 1. 9.
|lstext='''ὀχετός''': ὁ, ([[ὄχος]], [[ὀχέω]]) [[μέσον]] πρὸς μεταφορὰν ὕδατος, σωλὴν πρὸς μετάγγισιν ὕδατος, πεποιημένος ἐκ δέρματος, Ἡρόδ. 3. 9· ὅτε δὲ τὸ [[ὕδωρ]] διωχετεύετο ὑπογείως πιθανῶς ἐκ μετάλλου. Θουκ. 6. 100, Πλάτ. Φαίδων 112C, κτλ.· [[σωλήν]], [[ἀγωγός]], [[ὑδραγωγεῖον]], Ἀριστ. Πολιτ. 5. 3, 16, κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀχετός]], [[σωλήν]], [[ἀγωγός]], [[ῥύαξ]]. [[ὕδωρ]]. [[ὑδραγωγεῖον]]». 2) ἐν τῇ ἀνατομικῇ, τῆς ἀρτηρίας ὀχετοί, αἱ ἀρτηρίαι αἱ φέρουσαι εἰς τοὺς πνεύμονας, Πλάτ. Τίμ. 70C· οἱ τοῦ αἵματος, ὀχ. [[Πολυδ]]. Β΄, 217· ἐπὶ τῶν οὐρητικῶν καὶ ἐντοσθιδίων ἀγωγῶν, Ἱππ. 816Β, 817Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6· ἐπὶ τῶν πόρων τοῦ δέρματος, Ἱππ. 1174Η. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ῥύακες, Πινδ. Ο. 5. 29, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 8809, Ι. Α. 767. ΙΙΙ. μεταφορ., βαθὺς ὀχ. ἄτας Πινδ. Ο. 10 (11). 46· ὀχετὸν παρεκτρέπειν, παρασκευάζειν πλάγιον [[μέσον]] ἐκφυγῆς, Εὐρ. Ἱκετ. 1111· ὀχετοὶ βοτρύων Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 8, πρβλ Τελεκλείδην ἐν «Ἀμφικτύοσιν» 1. 9.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> canal de dérivation, aqueduc;<br /><b>2</b> [[οἱ]] ὀχετοί conduits intérieurs du corps (artères, intestins, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὀχέω]].
}}
}}