Anonymous

ὀροφόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀροφόω''': [[καλύπτω]] δι’ ὀροφῆς, [[στεγάζω]], Φίλων περὶ τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1· - Παθητ., καλύπτομαι δι’ ὀροφῆς, στεγάζομαι, δοκοῖς Πλούτ. 2. 210D· φατνώμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 2.
|lstext='''ὀροφόω''': [[καλύπτω]] δι’ ὀροφῆς, [[στεγάζω]], Φίλων περὶ τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1· - Παθητ., καλύπτομαι δι’ ὀροφῆς, στεγάζομαι, δοκοῖς Πλούτ. 2. 210D· φατνώμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />couvrir d’un toit.<br />'''Étymologie:''' [[ὄροφος]].
}}
}}