Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφενδάμνινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφενδάμνῐνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ ξύλου σφενδάμνου, τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9˙ μεταφ., [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], [[τραχύς]], [[σκληρός]], πρεσβῦταί τινες... σφενδάμνινοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, πρβλ. [[πρίνινος]].
|lstext='''σφενδάμνῐνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ ξύλου σφενδάμνου, τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9˙ μεταφ., [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], [[τραχύς]], [[σκληρός]], πρεσβῦταί τινες... σφενδάμνινοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, πρβλ. [[πρίνινος]].
}}
{{bailly
|btext=[ῐ] η, ον,<br /><b>1</b>. de bois d’érable, CRAT. (<i>Com. fr.</i> 2, 177);<br /><b>2</b>. <i>p. ext</i>., dur solide. résistant, AR. <i>Ach</i>. 181.<br />'''Étymologie:''' [[σφένδαμνος]].
}}
}}