Anonymous

κατάστικτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάστικτος''': -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, [[ποικίλος]], [[κύων]] Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ [[κνιπολόγος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, [[κατάστικτος]] φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. [[χιτών]], [[ποικίλος]], Ἀρρ. Ἰνδ. 5, [[Πολυδ]]. Ζ´, 55· κ. [[χιτών]], ὁ ἔχων ζῷα ἢ [[ἄνθη]] ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.
|lstext='''κατάστικτος''': -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, [[ποικίλος]], [[κύων]] Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ [[κνιπολόγος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, [[κατάστικτος]] φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. [[χιτών]], [[ποικίλος]], Ἀρρ. Ἰνδ. 5, [[Πολυδ]]. Ζ´, 55· κ. [[χιτών]], ὁ ἔχων ζῷα ἢ [[ἄνθη]] ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />piqueté, tacheté, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[καταστίζω]].
}}
}}