Anonymous

ἀποκτείνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκτείνω''': μέλλ. -κτενῶ, Ἰων. -κτενέω, Ἡρόδ. 3. 30: ἀόρ. α΄ ἀπέκτεινα, Ἰλ.: - πρκμ. ἀπέκτονα, Ἰσοκρ. 246B, Πλάτ. Ἀπολ. 38C, Ξεν. Ἀπολ. 29, Δημ. 593. 14: ὑπερσυντ. γ΄ πληθυντ. -εκτόνεσαν ὁ αὐτ. 387. 21, Ἰων. γ΄ ἑν. -εκτόνεε Ἡρόδ. 5. 67· μεταγεν. πρκμ. ἀπεκτόνηκα Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 33. 2, πρβλ. Πλουτ. Τιμολ. 16, (εἰσαχθὲν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον τοῦ Πλάτωνος κλ.)· [[ὡσαύτως]] ἀπέκταγκα Μένανδ. ἐν «Μισουμένῳ» 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11, Ἑβδ. καὶ ἀπέκτᾰκα Πολύβ. 11. 18, 10: - ἀόρ. β΄ -έκτᾰνον, Ἰλ., ποιητ. α΄ πληθ. ἀπέκταμεν, Ὀδ. Ψ. 121· ἀπαρ. -κτάμεναι, -κτάμεν, Ἰλ. Υ. 165, Ε. 675: - Παθ. μόνον παρὰ μεταγ. (καθ’ ὅσον παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι τὸ [[ἀποθνήσκω]] χρησιμεύει ὡς παθητικόν): ἐνεστ. παρὰ Παλαιφ. 7: ἀόρ. ἀπεκτάνθην Δίων Κ. 65. 4, Ἑβδ.: πρκμ. ἀπεκτάνθαι παρὰ Πολυβίῳ 7. 7, 4, Ἑβδ.: - ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀόριστον [[μέσον]] [[μετὰ]] παθητικῆς σημασίας ἀπέκτατο Ἰλ. Ο. 437, Ρ. 472· μετοχ. ἀποκτάμενος Δ. 494, κτλ.· πρβλ. [[ἀποκτίννυμι]]. Ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κτείνω]], [[φονεύω]], [[σφάζω]], Ὅμ., Ἡρόδ., [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλῳ (Ἀγ. 1250), [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Σοφ., [[συχν]]. παρ’ Εὐρ. καὶ ὁ ἐπικρατῶν [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κτείνω]] ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς τὸ [[ἀποθνήσκω]] ἀντὶ τοῦ [[θνήσκω]]. 2) ἐπὶ δικαστῶν, [[καταδικάζω]] εἰς θάνατον, Ἀντιφῶν 140. 24, Πλάτ. Ἀπολ. 30D, κἑξ., 38C, 39D. Ξεν., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ κατηγοροῦντος, Ἀνδοκ. 34. 7, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 21, πρβλ. Θουκ. 6. 61· ἐπὶ τοῦ δημίου, [[φονεύω]], Ἡρόδ. 6. 4· [[καθόλου]] ἐπὶ τοῦ καταδικάζοντος νόμου, Πλάτ. Πρωτ. 325B. 3) μεταφ., ὡς τὸ Λατ. enecare, τὸ σεμνὸν ὥς μ’ ἀπ. τὸ σόν, «μὲ σκοτώνει», Εὐρ. Ἱππ. 1064· σὺ μή μ’ ἀπόκτειν’, ὁ αὐτ. Ὀρ. 1027.
|lstext='''ἀποκτείνω''': μέλλ. -κτενῶ, Ἰων. -κτενέω, Ἡρόδ. 3. 30: ἀόρ. α΄ ἀπέκτεινα, Ἰλ.: - πρκμ. ἀπέκτονα, Ἰσοκρ. 246B, Πλάτ. Ἀπολ. 38C, Ξεν. Ἀπολ. 29, Δημ. 593. 14: ὑπερσυντ. γ΄ πληθυντ. -εκτόνεσαν ὁ αὐτ. 387. 21, Ἰων. γ΄ ἑν. -εκτόνεε Ἡρόδ. 5. 67· μεταγεν. πρκμ. ἀπεκτόνηκα Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 33. 2, πρβλ. Πλουτ. Τιμολ. 16, (εἰσαχθὲν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον τοῦ Πλάτωνος κλ.)· [[ὡσαύτως]] ἀπέκταγκα Μένανδ. ἐν «Μισουμένῳ» 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11, Ἑβδ. καὶ ἀπέκτᾰκα Πολύβ. 11. 18, 10: - ἀόρ. β΄ -έκτᾰνον, Ἰλ., ποιητ. α΄ πληθ. ἀπέκταμεν, Ὀδ. Ψ. 121· ἀπαρ. -κτάμεναι, -κτάμεν, Ἰλ. Υ. 165, Ε. 675: - Παθ. μόνον παρὰ μεταγ. (καθ’ ὅσον παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι τὸ [[ἀποθνήσκω]] χρησιμεύει ὡς παθητικόν): ἐνεστ. παρὰ Παλαιφ. 7: ἀόρ. ἀπεκτάνθην Δίων Κ. 65. 4, Ἑβδ.: πρκμ. ἀπεκτάνθαι παρὰ Πολυβίῳ 7. 7, 4, Ἑβδ.: - ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀόριστον [[μέσον]] [[μετὰ]] παθητικῆς σημασίας ἀπέκτατο Ἰλ. Ο. 437, Ρ. 472· μετοχ. ἀποκτάμενος Δ. 494, κτλ.· πρβλ. [[ἀποκτίννυμι]]. Ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κτείνω]], [[φονεύω]], [[σφάζω]], Ὅμ., Ἡρόδ., [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλῳ (Ἀγ. 1250), [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Σοφ., [[συχν]]. παρ’ Εὐρ. καὶ ὁ ἐπικρατῶν [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κτείνω]] ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς τὸ [[ἀποθνήσκω]] ἀντὶ τοῦ [[θνήσκω]]. 2) ἐπὶ δικαστῶν, [[καταδικάζω]] εἰς θάνατον, Ἀντιφῶν 140. 24, Πλάτ. Ἀπολ. 30D, κἑξ., 38C, 39D. Ξεν., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ κατηγοροῦντος, Ἀνδοκ. 34. 7, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 21, πρβλ. Θουκ. 6. 61· ἐπὶ τοῦ δημίου, [[φονεύω]], Ἡρόδ. 6. 4· [[καθόλου]] ἐπὶ τοῦ καταδικάζοντος νόμου, Πλάτ. Πρωτ. 325B. 3) μεταφ., ὡς τὸ Λατ. enecare, τὸ σεμνὸν ὥς μ’ ἀπ. τὸ σόν, «μὲ σκοτώνει», Εὐρ. Ἱππ. 1064· σὺ μή μ’ ἀπόκτειν’, ὁ αὐτ. Ὀρ. 1027.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποκτενῶ, <i>ao.</i> ἀπέκτεινα, <i>ao.2</i> [[ἀπέκτανον]], <i>pf.2</i> [[ἀπέκτονα]];<br /><b>1</b> tuer, faire périr ; <i>particul.</i> mettre à mort, exécuter ; <i>p. ext.</i> condamner à mort <i>ou</i> demander la mort d’un accusé;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire mourir (de dépit, de désespoir, <i>etc.</i>), mettre à la torture.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κτείνω]].
}}
}}