Anonymous

ἀποκτείνω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_6b)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0309.png Seite 309]] (s. [[κτείνω]]), tödten; von Hom. an überall; Od. 22, 167 ἤ μιν [[ἀποκτείνω]], 16, 432 ἀποκτείνεις, Iliad. 11, 154 ἀποκτείνων, 9, 543 ἀπέκτεινεν, Od. 5, 18 ἀποκτεῖναι, Iliad. 22, 423 ἀπέκτανε, Od. 14, 271 ἀπέκτανον, 12, 301 ἀποκτάνῃ, Od. 23, 121 ἀπέκταμεν, Iliad. 20, 165 ἀποκτάμεναι, 5, 675 [[ἀποκτάμεν]], 15, 437 ἀπέκτατο, 4, 494 ἀποκταμένοιο, 23, 775 ἀποκταμένων. Bei den Att. häufiger als das simplex, bes. im fut., ἀποκτενεῖ Plat. Gorg. 511, u. aor. I. act.; den aor. II. verwerfen die Atticisten; perf. ἀπεκτόνατε Plat. Apol. 38 c; martern, quälen, Eur. Hipp. 1064; zum Tode verurtheilen, mit dem Tode bestrafen, Plat. Apol. 39 d u. öfter; zum Tode verurtheilen lassen, hinrichten lassen, ῥήτορες, οὓς ἂν βούλωνται Gorg. 466 c, u. Folgde; öfter vom Ankläger, Xen. Hell. 2, 3, 21; vom Richter, das Todesurtheil sprechen, Plat. apol. 39 d; Dem.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0309.png Seite 309]] (s. [[κτείνω]]), tödten; von Hom. an überall; Od. 22, 167 ἤ μιν [[ἀποκτείνω]], 16, 432 ἀποκτείνεις, Iliad. 11, 154 ἀποκτείνων, 9, 543 ἀπέκτεινεν, Od. 5, 18 ἀποκτεῖναι, Iliad. 22, 423 ἀπέκτανε, Od. 14, 271 ἀπέκτανον, 12, 301 ἀποκτάνῃ, Od. 23, 121 ἀπέκταμεν, Iliad. 20, 165 ἀποκτάμεναι, 5, 675 [[ἀποκτάμεν]], 15, 437 ἀπέκτατο, 4, 494 ἀποκταμένοιο, 23, 775 ἀποκταμένων. Bei den Att. häufiger als das simplex, bes. im fut., ἀποκτενεῖ Plat. Gorg. 511, u. aor. I. act.; den aor. II. verwerfen die Atticisten; perf. ἀπεκτόνατε Plat. Apol. 38 c; martern, quälen, Eur. Hipp. 1064; zum Tode verurtheilen, mit dem Tode bestrafen, Plat. Apol. 39 d u. öfter; zum Tode verurtheilen lassen, hinrichten lassen, ῥήτορες, οὓς ἂν βούλωνται Gorg. 466 c, u. Folgde; öfter vom Ankläger, Xen. Hell. 2, 3, 21; vom Richter, das Todesurtheil sprechen, Plat. apol. 39 d; Dem.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποκτείνω''': μέλλ. -κτενῶ, Ἰων. -κτενέω, Ἡρόδ. 3. 30: ἀόρ. α΄ ἀπέκτεινα, Ἰλ.: - πρκμ. ἀπέκτονα, Ἰσοκρ. 246B, Πλάτ. Ἀπολ. 38C, Ξεν. Ἀπολ. 29, Δημ. 593. 14: ὑπερσυντ. γ΄ πληθυντ. -εκτόνεσαν ὁ αὐτ. 387. 21, Ἰων. γ΄ ἑν. -εκτόνεε Ἡρόδ. 5. 67· μεταγεν. πρκμ. ἀπεκτόνηκα Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 33. 2, πρβλ. Πλουτ. Τιμολ. 16, (εἰσαχθὲν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον τοῦ Πλάτωνος κλ.)· [[ὡσαύτως]] ἀπέκταγκα Μένανδ. ἐν «Μισουμένῳ» 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11, Ἑβδ. καὶ ἀπέκτᾰκα Πολύβ. 11. 18, 10: - ἀόρ. β΄ -έκτᾰνον, Ἰλ., ποιητ. α΄ πληθ. ἀπέκταμεν, Ὀδ. Ψ. 121· ἀπαρ. -κτάμεναι, -κτάμεν, Ἰλ. Υ. 165, Ε. 675: - Παθ. μόνον παρὰ μεταγ. (καθ’ ὅσον παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι τὸ [[ἀποθνήσκω]] χρησιμεύει ὡς παθητικόν): ἐνεστ. παρὰ Παλαιφ. 7: ἀόρ. ἀπεκτάνθην Δίων Κ. 65. 4, Ἑβδ.: πρκμ. ἀπεκτάνθαι παρὰ Πολυβίῳ 7. 7, 4, Ἑβδ.: - ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀόριστον [[μέσον]] [[μετὰ]] παθητικῆς σημασίας ἀπέκτατο Ἰλ. Ο. 437, Ρ. 472· μετοχ. ἀποκτάμενος Δ. 494, κτλ.· πρβλ. [[ἀποκτίννυμι]]. Ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κτείνω]], [[φονεύω]], [[σφάζω]], Ὅμ., Ἡρόδ., [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλῳ (Ἀγ. 1250), [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Σοφ., [[συχν]]. παρ’ Εὐρ. καὶ ὁ ἐπικρατῶν [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κτείνω]] ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς τὸ [[ἀποθνήσκω]] ἀντὶ τοῦ [[θνήσκω]]. 2) ἐπὶ δικαστῶν, [[καταδικάζω]] εἰς θάνατον, Ἀντιφῶν 140. 24, Πλάτ. Ἀπολ. 30D, κἑξ., 38C, 39D. Ξεν., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ κατηγοροῦντος, Ἀνδοκ. 34. 7, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 21, πρβλ. Θουκ. 6. 61· ἐπὶ τοῦ δημίου, [[φονεύω]], Ἡρόδ. 6. 4· [[καθόλου]] ἐπὶ τοῦ καταδικάζοντος νόμου, Πλάτ. Πρωτ. 325B. 3) μεταφ., ὡς τὸ Λατ. enecare, τὸ σεμνὸν ὥς μ’ ἀπ. τὸ σόν, «μὲ σκοτώνει», Εὐρ. Ἱππ. 1064· σὺ μή μ’ ἀπόκτειν’, ὁ αὐτ. Ὀρ. 1027.
}}
}}