Anonymous

ἠμύω: Difference between revisions

From LSJ
388 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠμύω''': ἀόρ. ἤμυσα, πρκμ., ἴδε [[ὑπεμνήμυκε]], πρβλ. ἐπ-, κατημύω: -Ἐπ. [[ῥῆμα]] (ἀβεβαίου ἀρχῆς), [[κλίνω]], «γέρνω», [[πίπτω]], Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἑτέρωσ’ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, ἐπὶ τοῦ θανασίμως τρωθέντος, Θ. 308· ἤμυσε καρήατι, ἔκλινε τὴν κεφαλὴν του, ἐπὶ ἵππου, Τ. 405 [[οὕτως]] ἐπὶ ληΐου (σπαρτῶν), ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσι, προσκλίνει, γέρνει μὲ τοὺς [[στάχυς]] (ἴδε [[ἐπημύω]]), Β. 148· ἐπὶ [[πόλεων]], κλινω πρὸς πτῶσιν, [[καταπίπτω]], τῷ κε τάχ’ ἠμύσειε [[πόλις]] Πριάμοιο ἄνακτος Β. 373, Δ. 290· σπάνιον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, χρόνῳ δ’... ἤμυσε [[στέγος]] Σοφ. Ἀποσπ. 742· - παρὰ μεταγεν., [[ἁπλῶς]] [[πίπτω]], καταστρέφομαι, [[οὔνομα]] δ’ οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Ἀνθ. Π. 7. 715. Παρ’ Ὁμ. ῠ ἐν τῷ ἐνεστ., ῡ ἐν τῷ ἀορ. α΄· ἀλλὰ ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1400, Ὀππ. Ἁλ. 1. 228, Νικ. Ἀλ. 453· ῠ ἐν τῷ ἀορ., Ἀνθ. Π. 7. 715., 8.96., 9. 262.
|lstext='''ἠμύω''': ἀόρ. ἤμυσα, πρκμ., ἴδε [[ὑπεμνήμυκε]], πρβλ. ἐπ-, κατημύω: -Ἐπ. [[ῥῆμα]] (ἀβεβαίου ἀρχῆς), [[κλίνω]], «γέρνω», [[πίπτω]], Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἑτέρωσ’ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, ἐπὶ τοῦ θανασίμως τρωθέντος, Θ. 308· ἤμυσε καρήατι, ἔκλινε τὴν κεφαλὴν του, ἐπὶ ἵππου, Τ. 405 [[οὕτως]] ἐπὶ ληΐου (σπαρτῶν), ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσι, προσκλίνει, γέρνει μὲ τοὺς [[στάχυς]] (ἴδε [[ἐπημύω]]), Β. 148· ἐπὶ [[πόλεων]], κλινω πρὸς πτῶσιν, [[καταπίπτω]], τῷ κε τάχ’ ἠμύσειε [[πόλις]] Πριάμοιο ἄνακτος Β. 373, Δ. 290· σπάνιον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, χρόνῳ δ’... ἤμυσε [[στέγος]] Σοφ. Ἀποσπ. 742· - παρὰ μεταγεν., [[ἁπλῶς]] [[πίπτω]], καταστρέφομαι, [[οὔνομα]] δ’ οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Ἀνθ. Π. 7. 715. Παρ’ Ὁμ. ῠ ἐν τῷ ἐνεστ., ῡ ἐν τῷ ἀορ. α΄· ἀλλὰ ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1400, Ὀππ. Ἁλ. 1. 228, Νικ. Ἀλ. 453· ῠ ἐν τῷ ἀορ., Ἀνθ. Π. 7. 715., 8.96., 9. 262.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἠμύσω, <i>ao.</i> ἤμυσα, <i>pf.</i> ἤμυκα;<br />se pencher, se baisser : ἤμυσε [[κάρη]] IL sa tête se pencha ; ἠμύειν [[καρήατι]] IL pencher la tête ; ἀσταχύεσσιν IL incliner ses épis <i>en parl. d’un champ ; fig.</i> pencher vers sa ruine.<br />'''Étymologie:''' DELG t. expressif, sans étym.
}}
}}