Anonymous

ληπτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[λαμβάνω]] (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ [[νοητός]], Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· [[ὡσαύτως]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ [[μήτε]] νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε [[προηγμένα]]. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.
|lstext='''ληπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[λαμβάνω]] (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ [[νοητός]], Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· [[ὡσαύτως]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ [[μήτε]] νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε [[προηγμένα]]. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut prendre <i>ou</i> saisir, <i>particul.</i> par l’intelligence;<br /><b>2</b> acceptable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[λαμβάνω]].
}}
}}